Τι φταίει για την αύξηση των οστεοπορωτικών καταγμάτων στις ΗΠΑ από το 2013 και μετά;


Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική διαταραχή που έχει ως συνέπεια τη μείωση της αντοχής των οστών έτσι ώστε τα οστά γίνονται πιο εύθραυστα και επιρρεπή σε κατάγματα. Πρόκειται για μία συχνή πάθηση που μπορεί να προσβάλλει και τα δύο φύλα, όλες τις φυλές και τις ηλικίες, παρότι παρουσιάζεται συνήθως σε μεγάλης ηλικίας γυναίκες της λευκής ή ασιατικής φυλής, η οποία συχνά υποδιαγνώσκεται και υποθεραπεύεται, γιατί δεν παρουσιάζει συμπτώματα μέχρις ότου συμβεί κάποιο κάταγμα.

Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής που παρουσιάζεται κυρίως σε νέες γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και σε άτομα άνω των 70 ετών και των δύο φύλων· και δευτερογενής, εξαιτίας κάποιου υποκείμενου νοσήματος, ανεπάρκειας ή φαρμάκου. Οι πιο σπουδαίοι παράγοντες κινδύνου, δηλαδή αυτοί που καθορίζουν τον ατομικό κίνδυνο κάθε ασθενή για κάταγμα είναι: η προχωρημένη ηλικία, το μικρό σωματικό βάρος, το ιστορικό κατάγματος ισχίου γονέων ή οστεοπόρωσης σε συγγενείς πρώτου βαθμού, η πρώιμη εμμηνόπαυση σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών, η καθυστερημένη εμμηναρχή μετά το 15ο έτος, η ατεκνία και η παρατεταμένη γαλουχία στις γυναίκες, η κατάχρηση οινοπνεύματος και καπνίσματος και η συνολική κατάσταση της υγείας όπου συνυπολογίζονται άλλες νοσηρότητες ή φαρμακευτικές παρεμβάσεις, όπως π.χ. η απώλεια αναστήματος, η μακρόχρονη ακινητοποίηση καθώς και η συχνότητα των πτώσεων.

Η καλύτερη αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης είναι η έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή πριν αυτή προκαλέσει κατάγματα. Η διάγνωση και ο βαθμός της οστεοπόρωσης γίνεται με τη φυσική εξέταση, το ιστορικό στο οποίο αναζητούνται προδιαθεσικοί παράγοντες και τις εργαστηριακές εξετάσεις. Η πιο χρήσιμη εξέταση για τη διάγνωση αλλά και την παρακολούθηση της θεραπείας είναι η μέτρηση της οστικής μάζας με τη μέθοδο απορρόφησης διπλοενεργειακών φωτονίων (dual energy x-ray absorptiometry: DXA). Σε μέτρηση οστικής μάζας πρέπει να υποβάλλονται όλες οι γυναίκες άνω των 65 ετών και όλοι οι άντρες άνω των 70 ετών. Αλλά και όσοι είναι 50–69 ετών και έχουν κάποιο παράγοντα κινδύνου από τους προαναφερόμενους, όσοι έχουν υποστεί κάταγμα μετά από ελαφρύ τραυματισμό, όσοι παίρνουν ή προβλέπεται να πάρουν κορτιζόνη για χρονικό διάστημα άνω των 3 μηνών και όσοι παρουσιάζουν ακτινολογική καθίζηση των σπονδυλικών σωμάτων.

Η επαρκής πρόληψη ασβεστίου με την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, η αποκατάσταση των επιπέδων της βιταμίνης D εάν είναι μειωμένα, η αποφυγή κατάχρησης καφέ και αναψυκτικών τύπου κόλα, αλκοόλ και καπνίσματος και η σωματική άσκηση συνήθως αρκούν ως πρωτογενής πρόληψη κατά τη νεαρά ηλικία. Όμως με την πάροδο της ηλικίας και στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση τα μέτρα αυτά μπορεί να μην επαρκούν για να εμποδίσουν την οστική απώλεια και να χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή. Οι θεραπευτικές δυνατότητες σήμερα έχουν βελτιωθεί αφού έχουμε στη διάθεσή μας πιο αποτελεσματικά φάρμακα, όπως τα διφωσφονικά, τη δενοσουμάμπη και την τεριπαρατίδη, ενώ τα οστεοπορωτικά κατάγματα αντιμετωπίζονται πιο στοχευμένα, ανάλογα της εντόπισης ή της βαρύτητάς τους είτε συντηρητικά, είτε με τις σύγχρονες μεθόδους στη χειρουργική των καταγμάτων του ισχίου και του υπόλοιπου περιφερικού σκελετού αλλά και την κυφοπλαστική των συμπιεστικών σπονδυλικών καταγμάτων βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής των ασθενών.

Φαίνεται όμως ότι τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μία σύγχυση ως προς τη φαρμακευτική αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης. Σπουδαίο ρόλο σε αυτήν έχει παίξει, κατά τη γνώμη μας, η επιμονή των κατευθυντήριων οδηγιών στη χρήση του δείκτη FRAX που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την πιθανότητα κατάγματος. Ένας δείκτης που ενώ στην αρχή χρησιμοποιήθηκε ως θεραπευτικό όριο, εξελίχθηκε τελικά σε εργαλείο διάγνωσης, που όπως φαίνεται υποεκτιμά τον καταγματικό κίνδυνο, παραπλανώντας ως προς τη θεραπευτική αναγκαιότητα.

Επίσης, η συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία χωλαίνει, καθόσον λόγω της φύσης της νόσου οι ασθενείς δεν έχουν άμεσα ή απτά αποτελέσματα που να τους «επιβάλλουν» την παραμονή στη θεραπεία, είτε αφορά τα παραπάνω φάρμακα, είτε την επαρκή πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, η οποία έχει επιδεινωθεί περαιτέρω λόγω του περιορισμού των δαπανών των συστημάτων υγείας διεθνώς, που έχουν αυστηροποιήσει τις ενδείξεις για εξετάσεις και παρεμβάσεις μέσω μελετών κόστους-αποτελεσματικότητας, αλλά και της οικονομικής δυσπραγίας μεγάλων ομάδων του πληθυσμού λόγω της κρίσης. Δεν είναι λίγοι, εξάλλου, οι ασθενείς που έχουν τρομοκρατηθεί από τη διάσυρση που έχουν υποστεί κατά καιρούς από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας τα αντιοστεοπορωτικά αυτά φάρμακα λόγω της εμφάνισης κάποιων σπάνιων παρενεργειών που υπερπροβλήθηκαν, όπως τα άτυπα κατάγματα και η οστεονέκρωση της κάτω γνάθου, την οποία δεν παύουν ούτε στιγμή να διαιωνίζουν ορισμένοι γναθοχειρουργοί και η πλειονότητα των οδοντιάτρων.

Πράγματι, πρόσφατη μελέτη που ανέλυσε στοιχεία από το 2002 έως το 2015 δύο εκατομμυρίων γυναικών της Medicare, δηλαδή του αμερικάνικου ομοσπονδιακού συστήματος ασφάλισης για άτομα άνω των 65 ετών, διαπίστωσε ότι τα ποσοστά κατάγματος του ισχίου μειώνονταν κάθε χρόνο από το 2002 έως το 2012, αλλά μετά το 2013 άρχισαν να αυξάνονται. Η αύξηση αφορούσε ποσοστό 2,5% στις ηλικίες των 65-69 ετών και 3,8% στις ηλικίες των 70-74 ετών, δηλαδή πάνω από 11.000 περισσότερα κατάγματα την περίοδο 2013 - 2015, μάλλον γιατί λιγότερες γυναίκες εξετάζονται και θεραπεύονται για την οστεοπόρωση, είτε επειδή έχει μειωθεί η χρήση της εξέτασης DXA, είτε επειδή οι γυναίκες έχουν φοβηθεί λόγω των σπάνιων αλλά σοβαρών παρενεργειών των διφωσφονικών.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι όσο μεγαλώνουν μπορεί να χρειάζονται συστηματική λήψη φαρμάκων για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή και εσαεί, π.χ. αντιϋπερτασικά, αντιπηκτικά, αντιδιαβητικά, υπολιπιδαιμικά, αντιοστεοπορωτικά κ.λπ. και η αυστηρή τήρηση όλων αυτών των προληπτικών ή θεραπευτικών σχημάτων κουράζει, αλλά κι επειδή πιστεύουμε πως η οστεοπόρωση είναι πάθηση που θεραπεύεται αν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά, θα πρέπει να επιμείνουμε στην ενημέρωση και την τακτική παρακολούθηση των ασθενών, ανιχνεύοντας έτσι όσους πάσχουν από οστεοπόρωση, βελτιώνοντας τη συμμόρφωσή τους στην κατάλληλη θεραπεία και μειώνοντας την πιθανότητα να υποστούν ένα επώδυνο κάταγμα.

Κων/νος Σαρόπουλος
Ορθοπαιδικός Χειρουργός

Διαβάστε περισσότερα άρθρα...


    Στην κορυφή