ΤΑ ΟΛΙΓΟΘΕΡΜΙΔΙΚΑ ΓΛΥΚΑΝΤΙΚΑ ΔΕΝ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
24/01/2017
«Η καλή γεύση καθορίζει το τι επιλέγουμε να φάμε, αλλά όχι το πόσο τρώμε μακροπρόθεσμα»
Σε μια πολύ σημαντική μελέτη, ο Δρ. Tordoff και οι συνεργάτες του μελέτησαν συγκεκριμένα τις επιδράσεις της «καλής (συμπεριλαμβανομένης της γλυκιάς) γεύσης» στην πρόκληση υπερφαγίας και στην αύξηση του βάρους. Στην τυπική διατροφή ποντικιών προστέθηκε σουκραλόζη ή/και λίπος ώστε να δημιουργηθούν διαιτολόγια στα οποία δείχνουν έντονη προτίμηση τα ποντίκια. Τα ποντίκια τράφηκαν σύμφωνα με αυτά τα διαιτολόγια ή τις αντίστοιχες δίαιτες ελέγχου (με / χωρίς προσθήκη λίπους και / ή σουκραλόζης) για 6 εβδομάδες. Η μελέτη δεν έδειξε καμία αύξηση στο σωματικό βάρος όταν η δίαιτα περιείχε σουκραλόζη ή λίπος σε σύγκριση με την αντίστοιχη δίαιτα ελέγχου. Η μελέτη διεξήχθη στο Monell Center, ένα ευρέως γνωστό, ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επικεντρώνεται στην «κατανόηση των μηχανισμών και των λειτουργιών της γεύσης και της όσφρησης» και στον καθορισμό «της ευρείας σημασίας αυτών των αισθήσεων στην ανθρώπινη υγεία και ασθένεια». Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «Η καλή γεύση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσελκύσει τους καταναλωτές σε μη-πυκνά ενεργειακά/θρεπτικά τρόφιμα χωρίς ανησυχία ότι αυτό θα επηρεάσει αρνητικά το σωματικό τους βάρος». Σε Δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το Monell Center, ο Δρ.Tordoff σχολίασε περαιτέρω σχετικά με την έρευνα γύρω από τη γεύση και την αύξηση του σωματικού βάρους: «Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η καλή γεύση των τροφίμων ευθύνεται για την παχυσαρκία, αλλά δεν είναι έτσι. Η καλή γεύση καθορίζει αυτό που επιλέγουμε να φάμε, αλλά όχι το πόσο τρώμε μακροπρόθεσμα».
Τα ευρήματα της ομάδας Swithers δεν επιβεβαιώνονται σε νέα μελέτη η οποία αντιθέτως δείχνει ότι, τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά δεν προκαλούν αύξηση του σωματικού βάρους
Αυτό το επίσης πολύ σημαντικό επιστημονικό άρθρο, που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2016- στο επιστημονικό περιοδικό Appetite από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϋ της Αυστραλίας, περιγράφει τα αποτελέσματα των πειραμάτων σε αρουραίους, με ένα σχέδιο παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε από τους Swithers και Davidson (2008). Η μελέτη είχε ως στόχο να ελεγχθεί η υπόθεση που προτάθηκε από τους Swithers και Davidson στις αρχές της έρευνάς τους ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά επιταχύνουν την αύξηση του σωματικού βάρους διαταράσσοντας τις σχέσεις μεταξύ γλυκύτητας και ενεργειακής πρόσληψης. Σε αντίθεση ωστόσο με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι Swithers και Davidson με βάση την πρώιμη έρευνα τους, αυτές οι νέες και πιο άμεσες μελέτες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι, η σακχαρίνη ούτε προωθεί την αύξηση του σωματικού βάρους, ούτε αυξάνει τη λιπώδη μάζα στους αρουραίους. Η κατανάλωση σακχαρίνης πριν από κάποιο γεύμα, επίσης δεν οδήγησε σε μικρότερο ενεργειακό αντιστάθμισμα, ούτε προκάλεσε αύξηση στην πρόσληψη ενέργειας σε επόμενα γεύματα. Επιπλέον, οι συγγραφείς παρατήρησαν ότι «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι επιδράσεις της γλυκόζης ήταν πιο επιβαρυντικές από της σακχαρίνης όσον αφορά στην αύξηση του σωματικού βάρους και της λιπώδους μάζας σώματος. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα της ομάδας Swithers και άλλων, αλλά συνάδει με την πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων σε ζώα και ανθρώπους σύμφωνα με τα οποία, οι επιδράσεις των μη-θερμιδογόνων γλυκαντικών υλών δεν είναι πιο επιβλαβείς από αυτές των γλυκαντικών υλών που αποδίδουν θερμίδες».
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά δεν επηρεάζουν τις ορμόνες του εντέρου που εμπλέκονται στον έλεγχο της όρεξης
Το τελευταίο από τα τρία επιστημονικά άρθρα που περιγράφονται εδώ, των Bryant και McLaughlin που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό PhysiolBehav. το 20166, είναι κρίσιμης σημασίας προκειμένουν να αξιολογηθεί η υπόθεση ότι τα ολιγοθερμιδικάγλυκαντικά θα μπορούσαν να προκαλούν αύξηση του σωματικού βάρους ή ακόμη και να επηρεάζουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, επιδρώντας με κάποιο τρόπο στις ορμόνες του εντέρου ή σε άλλους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του γαστρεντερικού συστήματος που εμπλέκονται στη διαδικασία της θρέψης. Το δημοσιευμένο αυτό άρθο εξετάζει κυτταρικές μελέτες, μελέτες σε ζώα και κλινικές μελέτες, και τοποθετεί τα αποτελέσματα όλης αυτής της έρευνας σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η σχέση εντέρου-εγκεφάλου και το πώς αυτή ρυθμίζειτην πρόσληψη τροφής.
Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι «τα δεδομένα στους ανθρώπους σήμερα δεν υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η αυξημένη κατανάλωση ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη τροφής μέσω της διαφοροποίησης των γαστρεντερικών ομοιοστατικών μηχανισμών». Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι τα δεδομένα στους ανθρώπους είναι κυρίως από βραχυπρόθεσμες μελέτες, κάτι το οποίο μπορεί να περιορίσει τα ευρήματα, καταλήγουν όμως στο συμπέρασμα ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία παραμένουν ελλιπή για τις επιπτώσεις [των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών] στη λειτουργία του ανθρώπινου εντέρου».Πιο συγκεκριμένα, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι, η έρευνα σε ανθρώπους διαρκώς αποτυγχάνει να δείξει ότι η επίδραση των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών στον υποδοχέα της γλυκιάς γεύσης του εντέρου μπορεί να προκαλέσει το είδος των επιπτώσεων που προκαλούνται από τη ζάχαρη στην «κινητικότητα του στομάχου, τις ορμόνες του εντέρου και την όρεξη».