ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΝΕΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΑΣ C


Νέα δεδομένα από τη δοκιμή REALIZE παρουσιάστηκαν στην 46η ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Μελέτης του Ήπατος (EASL) που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο.

Η μελέτη έδειξε οτι μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών στους οποίους είχε αποτύχει προηγούμενη θεραπεία της χρόνιας HCV λοίμωξης με γονότυπο 1 πέτυχαν, «σταθερή» ιολογική ανταπόκριση (SVR) με θεραπευτικά σχήματα που περιελάμβαναν τελαπρεβίρη διάρκειας 12 εβδομάδων, σε σύγκριση με την τρέχουσα πρότυπη θεραπεία χορήγησης πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης. Η τελαπρεβίρη είναι ένα ερευνητικό αντιϊκό άμεσης δράσης (DAA).

Η επίτευξη σταθερής ιολογικής ανταπόκρισης, που σημαίνει ότι ο ιός παραμένει μη ανιχνεύσιμος στο αίμα των ασθενών για έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, αποτελεί το στόχο της θεραπείας για τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV) και θεωρείται ότι αποτελεί ίαση. Εκτιμάται ότι 170 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από χρόνια HCV λοίμωξη και περίπου 10 – 20 τοις εκατό των ανθρώπων αυτών θα αναπτύξουν κίρρωση και ηπατική ανεπάρκεια. Η χρόνια HCV λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο του ήπατος και άλλες σοβαρές και θανατηφόρες ηπατικές νόσους, ενώ αποτελεί τη συχνότερη αιτία μεταμόσχευσης ήπατος στην Ευρώπη.

«Αυτά τα πρωτοποριακά δεδομένα δείχνουν ότι ένα θεραπευτικό σχήμα που περιλαμβάνει τελαπρεβίρη μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τα ποσοστά ίασης ασθενών με HCV λοίμωξη γονότυπου 1_ τη συχνότερη μορφή του ιού, στους οποίους η χορήγηση προηγούμενης θεραπείας είχε αποτύχει», ανέφερε ο επικεφαλής ερευνητής Καθηγητής Stefan Zeuzem, Διευθυντής του Τμήματος Ιατρικής, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Johann Wolfgang Goethe της Φρανκφούρτης στη Γερμανία. «Σημαντικές πρόοδοι στη θεραπεία, όπως αυτή, θα αλλάξουν πραγματικά τα δεδομένα όσον αφορά τη μείωση της επιβάρυνσης του ιού της ηπατίτιδας C».

Στη μελέτη, ασθενείς στους οποίους προηγούμενη θεραπεία με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη είχε αποτύχει (υποτροπιάσαντες ή μη ανταποκριθέντες) τυχαιοποιήθηκαν με αναλογία 2:2:1 να λάβουν: τελαπρεβίρη σε συνδυασμό με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη για 12 εβδομάδες και εν συνεχεία για 36 επιπλέον εβδομάδες πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη (T12/PR48), ή να λάβουν σχήμα, με καθυστερημένη έναρξη χορήγησης τελαπρεβίρης (DS), που περιλαμβάνει χορήγηση πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης για τέσσερις εβδομάδες -αναφερόμενη ορισμένες φορές ως «lead in» φάση- στη συνέχεα τελαπρεβίρη σε συνδυασμό με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη για 12 εβδομάδες και κατόπιν για 32 επιπλέον εβδομάδες πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη (DS T12/PR48), ή να λάβουν πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη, σε συνδυασμό με placebo για 48 εβδομάδες (PR48).

Το ποσοστό επίτευξης «σταθερής» ιολογικής ανταπόκρισης (SVR) σε υποτροπιάσαντες ή μη ανταποκριθέντες σε προηγούμενη θεραπεία, το πρωτεύον δηλαδή τελικό σημείο της μελέτης που αφορά την αποτελεσματικότητα, ήταν 83 τοις εκατό (p<0,001) για τους υποτροπιάσαντες και 41 τοις εκατό (p<0,001) για τους μη ανταποκριθέντες της ομάδας T12/PR48 (N=266), 88 τοις εκατό (p<0,001) για τους υποτροπιάσαντες και 41 τοις εκατό (p<0,001) για τους μη ανταποκριθέντες της ομάδας DS T12/PR48 (N=264) και 24 τοις εκατό για τους υποτροπιάσαντες και 9 τοις εκατό για τους μη ανταποκριθέντες της ομάδας PR48 (N=132). Τα ποσοστά σταθερής ιολογικής ανταπόκρισης ήταν παρόμοια μεταξύ των ομάδων T12/PR48 και DS T12/PR48 τόσο για τους υποτροπιάσαντες όσο και για τους μη ανταποκριθέντες σε προηγούμενη θεραπεία, υποδηλώνοντας ότι ενδεχομένως να μην είναι απαραίτητη η καθυστερημένη έναρξη θεραπείας σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη θεραπείαi.

Οι δευτερεύοντες στόχοι της μελέτης περιελάμβαναν αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας στους μη ανταποκριθέντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε ασθενείς με μηδενική ανταπόκριση και ασθενείς με μερική ανταπόκριση στις ομάδες T12/PR48 και DS T12/PR48. Οι ασθενείς με μηδενική ανταπόκριση ήταν ασθενείς, οι οποίοι παρουσίασαν μείωση μικρότερη από 2 log10 στο RNA του ιού της ηπατίτιδας C τη 12η εβδομάδα προηγούμενης χορήγησης της τρέχουσας πρότυπης θεραπείας . Αυτή είναι η πρώτη φορά, όπου μία φαρμακευτική ουσία με νέο τρόπο δράσης παρουσίασε αποτελεσματικότητα σε ασθενείς με μηδενική ανταπόκριση σε μελέτη φάσης 3.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι στην ομάδα T12/PR48, 59 τοις εκατό (p<0,001) των ασθενών με μερική ανταπόκριση και 29 τοις εκατό (p<0,001) με μηδενική ανταπόκριση πέτυχαν σταθερή ιολογική ανταπόκριση. Στην ομάδα DS T12/PR48, 54 τοις εκατό των ασθενών με μερική ανταπόκριση (p<0,001) και 33 τοις εκατό των ασθενών με μηδενική ανταπόκριση (p<0,001) πέτυχαν σταθερή ιολογική ανταπόκριση. Τα αποτελέσματα αυτά συγκρίθηκαν με 15 τοις εκατό και 5 τοις εκατό των ασθενών που πέτυχαν ιολογική ανταπόκριση με μερική και μηδενική ανταπόκριση αντιστοίχως, στην ομάδα PR48. Μια χωριστή υποανάλυση των αποτελεσμάτων αυτών, η οποία παρουσιάστηκε και στο EASL, έδειξε ότι τα ποσοστά σταθερής ιολογικής ανταπόκρισης ήταν υψηλότερα για τους ασθενείς στις ομάδες των θεραπευτικών σχημάτων που περιελάμβαναν τελαπρεβίρη ανεξάρτητα από την ανταπόκρισή τους στις τέσσερις εβδομάδες θεραπείας με αποκλειστική χορήγηση πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης («lead in» φάση)i

«Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι οι ασθενείς με μειωμένη ανταπόκριση στη «lead in» φάση θεραπείας την τέταρτη εβδομάδα, η οποία ακολουθείται από θεραπεία με τελαπρεβίρη, εξακολουθούν να εμφανίζουν υψηλότερο ποσοστό σταθερής ιολογικής ανταπόκρισης από εκείνους που έλαβαν αποκλειστικά την τρέχουσα πρότυπη θεραπεία», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Καθηγητής Graham Foster, Καθηγητής Ηπατολογίας στο Queen Mary, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο. «Πρόκειται για ένα σημαντικό πόρισμα, επειδή αποδεικνύει ότι η προσθήκη της τελαπρεβίρης στην τρέχουσα πρότυπη θεραπεία μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά ίασης για τους ασθενείς αυτούς, ανεξάρτητα από την αρχική ανταπόκρισή τους στη θεραπεία».

Το προφίλ ασφάλειας και ανοχής της τελαπρεβίρης συμφωνούσε με τις προηγούμενες μελέτες Φάσης 3. Οι συνηθέστεροι λόγοι πρόωρης διακοπής της τελαπρεβίρης λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν η εμφάνιση εξανθήματος (4%) και η αναιμία (3%). Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες στις ομάδες που έλαβαν θεραπεία με βάση την τελαπρεβίρη ήταν κόπωση, κνησμός, πονοκέφαλος, εξάνθημα, ναυτία, γριππώδης συνδρομή, αναιμία, αϋπνία, διάρροια και πυρετός. Οι περισσότερες από αυτές τις ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιες ή μέτριες.

«Η μελέτη αυτή αποτελεί μέρος της συνεχούς δέσμευσης της Tibotec για την ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών σε ασθένειες που δεν είναι ιάσιμες », δήλωσε ο Δρ James Witek, Global Medical Leader της Tibotec. «Η δοκιμή REALIZE είναι μια σημαντική μελέτη του προγράμματος ανάπτυξης της τελαπρεβίρης και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι για τη συνεργασία μας με ρυθμιστικές αρχές, προκειμένου να μπορέσουμε να προσφέρουμε τη θεραπεία αυτή στους ασθενείς».

Βάσει των πορισμάτων του προγράμματος τελαπρεβίρης φάσης 3, η Tibotec έχει υποβάλει αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας για την τελαπρεβίρη στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΕΑ), η οποία επί του παρόντος βρίσκεται στη φάση της ταχείας διαδικασίας αξιολόγησης.



Σχετικά με τη δοκιμή REALIZE

Η REALIZE ήταν μια τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης 3 για τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας και της ανοχής της τελαπρεβίρης σε 662 ασθενείς με χρόνια HCV λοίμωξη γονότυπου 1, τη συχνότερη μορφή της νόσου στην Ευρώπηiii, στους οποίους η προηγούμενη θεραπεία με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη είχε αποτύχει. Ο κύριος στόχος ήταν η αξιολόγηση της ανωτερότητας της αποτελεσματικότητας των σχημάτων με βάση την τελαπρεβίρη σε μη ανταποκριθέντες και σε υποτροπιάσαντες ασθενείς.

Οι δευτερεύοντες στόχοι περιελάμβαναν αξιολόγηση της επίδρασης της « lead in» φάσης χορήγησης πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης στην αποτελεσματικότητα των σχημάτων με βάση την τελαπρεβίρη σε ασθενείς, με μηδενική ανταπόκριση και ασθενείς με μερική ανταπόκριση ξεχωριστά καθώς και η εκτίμηση της ανοχής και ασφάλειας των σχημάτων αυτών.

Και στα δύο θεραπευτικά σχήματα με βάση την τελαπρεβίρη (T12/PR48 και DS T12/PR48), οι ασθενείς έλαβαν 750 mg τελαπρεβίρης ανά οκτάωρο για 12 εβδομάδες, καθώς και την τρέχουσα πρότυπη θεραπεία για 48 εβδομάδες. Η τελαπρεβίρη χορηγήθηκε από του στόματος (δισκία) σε δόσεις των 750 mg ανά οκτάωρο για 12 εβδομάδες. Η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη χορηγήθηκε ως υποδόρια έγχυση σε δόσεις των 180 µg μία φορά την εβδομάδα για 48 εβδομάδες. Η ριμπαβιρίνη χορηγήθηκε από του στόματος σε δόσεις των 1000 ή των 1200 mg (ανάλογα με το σωματικό βάρος) δύο φορές ημερησίως για 48 εβδομάδες.



Σχετικά με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Τελαπρεβίρης
Η REALIZE είναι η τελευταία από μια σειρά τριών κλινικών μελετών που διεξήχθησαν στα πλαίσια των εγκριτικών μελετών φάσης 3 που διεξάγονται σε παγκόσμιο επίπεδο για την τελαπρεβίρη σε ασθενείς με χρόνια HCV λοίμωξη, οι οποίοι είτε δεν είχαν υποβληθεί ποτέ σε θεραπεία (πρωτοθεραπευόμενοι) είτε είχαν εμφανίσει αποτυχία σε προηγούμενη χορήγηση. Δεδομένα από τις κλινικές μελέτες ILLUMINATE και ADVANCE παρουσιάστηκαν το 2010 στην Ετήσια Συνάντηση της Αμερικανικής Εταιρείας για τη Μελέτη των Νοσημάτων του Ήπατος (The Liver Meeting). Οι κλινικές δοκιμές ILLUMINATE και ADVANCE αξιολόγησαν σχήματα με βάση την τελαπρεβίρη σε Σχετικά με τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV)

Η ηπατίτιδα C (HCV λοίμωξη) είναι ένα αιματογενώς μεταδιδόμενο λοιμώδες νόσημα του ήπατος. Καθώς εκτιμάται ότι 170 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από HCV λοίμωξη και ότι ετησίως προσβάλλονται τρία έως τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι, ο HCV αποτελεί σημαντική επιβάρυνση για τους ασθενείς και την κοινωνία. Η χρόνια HCV λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο του ήπατος και άλλες σοβαρές και θανατηφόρες ηπατικές νόσους, ενώ αποτελεί τη συχνότερη αιτία μεταμόσχευσης ήπατος στην Ευρώπη. Η τρέχουσα πρότυπη θεραπεία για την HCV λοίμωξη, η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη σε συνδυασμό με τη ριμπαβιρίνη, μπορεί να σχετίζεται με σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες σε ορισμένους ασθενείς, ενώ θεραπεύει μόλις 40 έως 50 τοις εκατό των ασθενών με γονότυπο 1.


    Στην κορυφή