ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗ ΚΝΙΔΩΣΗ - ΜΕΛΕΤΗ ASSURE-CSU
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
14/11/2017
Η ΧΑΚ είναι μία οδυνηρή δερματική πάθηση που εμφανίζεται αυθόρμητα και προκαλεί επίμονους πομφούς ή/και επώδυνο εν τω βάθει οίδημα του δέρματος για 6 εβδομάδες ή περισσότερο. Το διεθνές θεραπευτικό πλαίσιο και οι κατευθυντήριες οδηγίες διατυπώνουν ότι ο στόχος της θεραπείας για τη ΧΑΚ είναι η πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων.
«Αυτά τα δεδομένα μας δείχνουν ότι, παρά τη θεραπεία, πάρα πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να παλεύουν με τα δυνητικά επώδυνα συμπτώματα και την εξουθενωτική φύση της ΧΑΚ», δήλωσε ο κος Γρηγόρης Ρομπόπουλος, Ιατρός-Ενδοκρινολόγος, Ιατρικός Διευθυντής της Novartis Hellas. «Η ΧΑΚ συνεχίζει να αποτελεί μια πάθηση την οποία δεν έχουμε κατανοήσει σε επαρκές βαθμό και ελπίζουμε ότι η γνωστοποίηση των δεδομένων από τη μελέτη ASSURE-CSU θα ενθαρρύνει τους ασθενείς να μιλήσουν στο γιατρό τους και να συζητήσουν για τους θεραπευτικούς στόχους και τον τρόπο επίτευξης αυτών».
Τα δεδομένα από την ASSURE-CSU δείχνουν ότι 49% των ανθρώπων παρουσίασαν μέτρια έως σοβαρή ενεργότητα της νόσου, παρά τη λήψη θεραπείας. Η μέτρηση της ενεργότητας της νόσου, έγινε βάσει του κριτηρίου Εβδομαδιαίας Βαθμολογίας Ενεργότητας της Κνίδωσης σε διάστημα 7 ημερών (UAS7) (UAS7≥16). Η ΧΑΚ έχει σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων όταν τα συμπτώματα δεν είναι ελεγχόμενα, επηρεάζοντας αρνητικά τον ύπνο, την παραγωγικότητα στην εργασία και τη σχετική με την υγεία ποιότητα ζωής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 42% των ασθενών με ανεπαρκώς ελεγχόμενη ΧΑΚ είχαν βαθμολογία Δείκτη Ποιότητας Ζωής στη Δερματολογία (DLQI) 10 ή μεγαλύτερη,υποδεικνύοντας υψηλή ή πολύ υψηλή επίδραση της νόσου στην ποιότητα ζωής τους. Περίπου ένας στους πέντε από όσους εργάζονται ανέφεραν ότι έχασαν τουλάχιστον μία ώρα εργασίας την προηγούμενη εβδομάδα εξαιτίας της ΧΑΚ , ενώ οι κυριότερες αιτίες που επηρεάζουν την ικανότητα προς εργασία είναι ο κνησμός και το αγγειοοίδημα. Τα δεδομένα επισήμαναν επίσης τις προκλήσεις τις οποίες μπορούν να αντιμετωπίσουν οι ασθενείς με ΧΑΚ κατά τη διαδικασία λήψης διάγνωσης και θεραπείας – κατά μέσο όρο, έχουν μια καθυστέρηση 2 ετών από την έναρξη των συμπτωμάτων έως τη διάγνωση.