Μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα: Προσοχή στην Χορήγηση σε Άτομα με Καρδιοπάθειες


Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα χρησιμοποιούνται ευρέως για την μείωση του πόνου, της φλεγμονής και του πυρετού. Στην κατηγορία αυτή ανήκει μια πλειάδα φαρμάκων, όπως η ασπιρίνη, η ιβουπροφένη, η ναπροξένη, η ινδομεθακίνη, η δικλοφενάκη και η νιμεσουλίδη. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη είναι τα πιο κοινώς συνταγογραφούμενα σε καθημερινή βάση φάρμακα σε ολόκληρο τον κόσμο και δίνονται σε πολλά εκατομμύρια ασθενών παγκοσμίως για την αντιμετώπιση διαφορετικών παθολογικών καταστάσεων, όπως η αρθρίτιδα, ο μυϊκός σπασμός, η κεφαλαλγία, ο πονόδοντος ή οι πόνοι της έμμηνης ρύσης. Με βάση τον μηχανισμό δράσης τους και εκλεκτικότητας ως προς την αναστολή της κυκλοοξυγενάσης 1 και 2 διακρίνονται σ’ αυτά που αναστέλλουν και τις δυο κυκλοοξυγενάσες και σε αυτά που σε θεραπευτικές δόσεις έχουν ανασταλτική δράση μόνο ως προς την κυκλοοξυγενάση-2 με αποτέλεσμα να διατηρούν σε σημαντικό βαθμό τις γαστροπροστατευκές ιδιότητες που προκύπτουν από τη δράση της κυκλοοξυγενάσης-1. Από την πληθώρα των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων μόνο η ασπιρίνη έχει ευεργετική και προστατευτική επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια, ότι προκαλούν σημαντικά προβλήματα στα άτομα με καρδιαγγειακά προβλήματα με δυνητικά θανατηφόρες επιπτώσεις.

Τα παραπάνω ήρθε να επιβεβαιώσει μια νέα μελέτη, η οποία έδειξε, ότι η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ακόμα και για μια εβδομάδα σε άτομα με προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για θάνατο ή εκδήλωση νέου εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Πιο συγκεκριμένα στην μελέτη συμπεριελήφθησαν συνολικά 83.675 ασθενείς, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν για πρώτη φορά με την διάγνωση του οξέως εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά το διάστημα 1997 με 2006. Η μέση ηλικία του πληθυσμού ήταν τα 68 έτη, ενώ η πλειοψηφία ήταν άνδρες (63%). Διαπιστώθηκε, ότι από τους 83.675 ασθενείς, οι 35.405 (42,3%) μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο έλαβαν για θεραπευτικούς λόγους τουλάχιστον μία συνταγή για μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Το πιο συχνά χορηγούμενα φάρμακα ήταν η ιβουπροφένη (23%) και η δικλοφενάκη (13,4%), ενώ από τους εκλεκτικούς αναστολείς της κυκλοοξυγενάση-2, η ροφεκοξίμπη (4,7%) και η σελεκοξίμπη (4,8%). Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων, η χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων σχετίστηκε με αύξηση του κινδύνου για θάνατο ή εκδήλωση νέου εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά 45% τις πρώτες εφτά ημέρες από την έναρξη της λήψης τους.

Επιπλέον, η συνέχιση της λήψης τους για τρεις ακόμα μήνες αύξανε τον κίνδυνο για θάνατο ή εκδήλωση νέου εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά 55%. Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους ερευνητές, ήταν ότι η δικλοφενάκη σχετίστηκε με υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο από την ροφεκοξίμπη, ένα φάρμακο το οποίο έχει αποσυρθεί από το 2004, λόγω δυσμενών επιδράσεων στο καρδιαγγειακό σύστημα. Μάλιστα, εκτός από την ναπροξένη, όλα τα άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη σχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο για θάνατο και νέο έμφραγμα, με την δικλοφενάκη να παρουσιάζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο.

Τα προαναφερθέντα ευρήματα είναι πολύ σημαντικά και ανησυχητικά γιατί δείχνουν, ότι δεν υπάρχει ούτε ασφαλές δοσολογικό σχήμα ούτε ασφαλής περίοδος χορήγησης των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων σε άτομα που έχουν στο ιστορικό τους έμφραγμα του μυοκαρδίου. Με αυτά τα δεδομένα χρειάζεται προσοχή σε ποιους ασθενείς και για πόσο διάστημα συνταγογραφούνται τα με στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Εκείνο, όμως, που έχει περισσότερη σημασία είναι οι ασθενείς να μην λαμβάνουν από μόνοι τους αυτά τα φαρμακευτικά σκευάσματα, χωρίς πρώτα να έχουν ενημερώσει τον θεράποντα ιατρό τους και να του έχουν εκθέσει λεπτομερώς το καρδιαγγειακό ιστορικό τους.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή