Καρκίνος Μαστού και Εγκυμοσύνη


Ο καρκίνος του μαστού στην εγκυμοσύνη αποτελεί το 1-4% όλων των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού. Υπολογίζεται σε 1-3 περιπτώσεις σε κάθε 10.000 εγκυμοσύνες. Σήμερα σχεδόν το 15% των καρκίνων του μαστού συμβαίνει σε γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.

Το 3% των καρκίνων στις νέες αυτές γυναίκες εμπλέκεται με εγκυμοσύνη και συμπεριλαμβάνει τον καρκίνο που διαγιγνώσκεται είτε κατά τη διάρκεια της κυήσεως ή του θηλασμού ή ακόμη και τον καρκίνο που αναπτύσεται σε διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό.
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο δεύτερος κατά σειρά συχνότητας καρκίνος κατά την εγκυμοσύνη με πρώτο τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Σήμερα λόγω των διάφορων κοινωνικών παραγόντων οι περισσότερες γυναίκες καθυστερούν να τεκνοποιήσουν και επειδή μία εγκυμοσύνη άνω των 30 ετών αυξάνει τον κίνδυνο δημιουργίας καρκίνου του μαστού, αναμένεται μελλοντικά περαιτέρω αύξηση της συχνότητας της νόσου κατά την εγκυμοσύνη.

Επιδυνώνει όμως την εξέλιξη και τη πρόγνωση του καρκίνου του μαστού η εγκυμοσύνη;

Οι τελευταίες στατιστικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πρόγνωση της νόσου κατά την εγκυμοσύνη είναι η ίδια με εκείνη μιάς μη εγκύου γυναίκας της ίδια ηλικίας και του ίδιου σταδίου της νόσου.
Η κακή εξέλιξη που παρατηρείται κατά την εγκυμοσύνη οφείλεται μάλλον στην επιθετικότητα της νόσου λόγω της νεαρής ηλικίας και στη καθυστερημένη διάγνωση και όχι στις ορμονικές αλλαγές που επισυμβαίνουν κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι λόγοι της καθυστερημένης διάγνωσης είναι η δύσκολη ψηλάφιση λόγω της διόγκωσης και του οιδήματος του μαστού κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού αλλά και του ότι η προσοχή τόσο τού γιατρού όσο και της γυναίκας στρέφεται αποκλειστικά στην εγκυμοσύνη. Πάντως το 90% των γυναικών που θηλάζουν ανακαλύπτουν μόνες τους τον καρκίνο παρά τις επανειλλημένες επισκέψεις στον ιατρό τους.
Ετσι θα πρέπει στον προγεννητικό έλεγχο εκτός από την αυτοεξέταση να εκτελείται πάντοτε ψηλάφηση των μαστών της εγκύου από τον γιατρό στην αρχή της εγκυμοσύνης, όταν οι μαστοί δεν έχουν υποστεί εμφανείς αλλαγές στο μεγεθός τους και κάθε ύποπτο ψηλαφητό ογκίδιο θα πρέπει να διερευνάται με υπερηχογράφημα , κυτταρολογική εξέταση και βιοψία, προκειμένου να αποκλεισθεί η περίπτωση τυχόν κακοήθειας. Η ίδια προσοχή απαιτείται και στο χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό.


Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να βασίζεται σε μία αρχή η οποία λέει ότι είναι καλύτερα να ¨διακόπτει¨ κανείς την εξέλιξη της νόσου από το να διακόπτει την εγκυμοσύνη .Οι τρόποι θεραπείας είναι οι ίδιοι όπως και σε μία μη έγκυο γυναίκα. Οι γυναίκες που διανύουν το 2ο η 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μπορεί να υποβληθούν σε μερική η ολική μαστεκτομή και σε χημειοθεραπεία χωρίς κανένα κίνδυνο γιά το έμβρυο. Αν πρέπει να συμπληρώσουν τη θεραπεία τους με ακτινοβολία αυτή γίνεται συνήθως μετά τον τοκετό ο οποίος αν χρειάζεται μπορεί να επισπευθεί με καισαρική τομή .
Συνήθως αποφεύγεται η χημειοθεραπεία και βέβαια η ακτινοβολία κατά το 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης όπου συμβαίνει η οργανογένεση του εμβρύου, διότι υπάρχει ο κίνδυνος τερατογέννεσης.
Στατιστικές μελέτες έδειξαν ότι γυναίκες που προσβλήθηκαν απο καρκίνο του μαστού και ολοκλήρωσαν τη θεραπεία τους μπορούν στη συνέχεια της ζωής τους να τεκνοποιήσουν με ασφάλεια .

Πρόβλημα προκήπτει με τις άτεκνες νέες γυναίκες που έχουν προσβληθεί από καρκίνο του μαστού, υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία και επιθυμούν να διατηρήσουν τη γονιμοτητά τους . Το πρόβλημα δημιουργείται διότι οι χημειοθεραπείες τις περισσότερες φορές καταστέλλουν τις ωοθήκες με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες μετά τη θεραπεία να γίνονται υπογόνιμες. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να προκληθεί ωορρηξία στην ασθενή στο διάστημα των 4-6 εβδομάδων που μεσολαβεί από την εγχείρηση μέχρι την έναρξη της χημειοθεραπείας, να γίνει ωοληψία και να διατηρηθούν τα ωάρια για μετέπειτα εξωσωματική γονιμοποίηση, αφού στατιστικά η τελευταία δεν αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου.
Τελειώνοντας θα έλεγα ότι κάθε περίπτωση ανάλογα με την έκταση της νόσου και την ηλικία της εγκυμοσύνης πρέπει να εξατομικεύεται λαμβάνοντας υπόψην πάντοτε κοινωνικούς, ψυχολογικούς παράγοντες αλλά και τις επιθυμίες της ίδιας της γυναίκας.
Με την αρμόζουσα προσοχή λοιπόν ο καρκίνος του μαστού στις έγκυες γυναίκες μπορεί να διαγνωσθεί έγκαιρα, να θεραπευθεί αποτελεσματικά και οι ασθενείς να έχουν μια φυσιολογική γόνιμη ζωή.



Δρ. Στέφανος Ι. Παππάς
Γυναικολόγου – Ειδικού Μαστολόγου
Επιστημονικού Συνεργάτη Κέντρου Μαστού
Μαιευτηρίου΄΄ ΕΛΕΝΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ’’
    Στην κορυφή