Ιατρικά Άρθρα - Υπέρταση Δ. Κρεμαστινός



Απο το βιβλίο του Καθηγητή Καρδιολογίας κ. Δημήτριου Θ. Κρεμαστινού
«Μπορούμε να νικήσουμε τις καρδιοπάθειες»
του Εκδοτικού Οίκου Α.Α. Λιβάνη

ΥΠΕΡΤΑΣΗ


Ποια είναι η φυσιολογική πίεση;

Από την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας προκύπτει ότι τα όρια της φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης διαρκώς µεταβάλλονται, µε τάση να ελαττώνονται συνεχώς. Σήµερα πιστεύεται ότι η αρτηριακή πίεση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το όριο των 120/80 mmHg. Δηλαδή η συστολική πίεση (µεγάλη) να µην υπερβαίνει τα 120 mmHg και η διαστολική (µικρή) να µην υπερβαίνει τα 80 mmHg.

Η τάση αυτή να θεωρούνται φυσιολογικές οι µικρότερες τιµές προέκυψε από τα πορίσµατα µεγάλων επιδηµιολογικών µελετών, στις οποίες αποδείχτηκε ότι τα άτοµα µε αρτηριακή πίεση (µεγάλη) 110 mmHg είχαν µικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια από τα άτοµα που είχαν αρτηριακή πίεση (µεγάλη) 130 mmHg. Το γεγονός αυτό σηµαίνει ότι ακόµα και για τα άτοµα εκείνα που έχουν φυσιολογικές τιµές αρτηριακής πίεσης ισχύει η αρχή ότι η µικρότερη πίεση, έστω και µέσα στα φυσιολογικά όρια, προδιαθέτει σε µακροβιότητα και σε καλύτερη ποιότητα ζωής.

Γενικώς, εάν ένα άτοµο κατά τη διάρκεια της εφηβείας του έχει µέση αρτηριακή πίεση 110 mmHg και κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής του φτάνει τα 130-140 mmHg, αναµφισβήτητα το άτοµο αυτό θεωρείται υπερτασικό.

Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται πρακτικά από την καλή λειτουργία της καρδιάς και των νεφρών, καθώς και από την ελαστικότητα των τοιχωµάτων των αρτηριών. Η αρτηριακή πίεση στο 95% των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής. Δηλαδή πρόκειται για αρτηριακή πίεση χωρίς σαφή αιτιολογία.
Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι το νευρικό σύστηµα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στη διαµόρφωση των µεταβολών της αρτηριακής πίεσης, γι' αυτό και από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως νευροπίεση. Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρούνται αυξοµειώσεις της αρτηριακής πίεσης κατά τη διάρκεια της ηµέρας, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας, στον ύπνο, η αρτηριακή πίεση οµαλοποιείται.

Πάντως, προτού καταλήξει ο γιατρός ότι πρόκειται για νευροπίεση (ιδιοπαθή), θα πρέπει να απορρίψει βασικές οργανικές αιτίες που µπορεί να την προκαλούν.
Βασικές οργανικές αιτίες πρόκλησης της αρτηριακής υπέρτασης θεωρούνται οι νεφροπάθειες, οι νεφροαγγειοπάθειες, το φαιοχρωµοκύττωµα (όγκος των επινεφριδίων), η στένωση του ισθµού της αορτής και ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισµός.

Παλαιότερα ο χρόνιος υπερτασικός ασθενής είχε κακή εξέλιξη. Τα εγκεφαλικά επεισόδια, το έµφραγµα του µυοκαρδίου, η καρδιακή ανεπάρκεια, το ανεύρυσµα αορτής και οι διαταραχές της όρασης (ιδιαίτερα όταν ο άρρωστος έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη) ήταν από τις βασικότερες παθήσεις που απειλούσαν άµεσα τη ζωή του.

Σήµερα υπάρχει αναµφισβήτητα αισιοδοξία και προοπτική. Η εξέλιξη των διαγνωστικών τεχνικών και επεµβάσεων, µαζί µε τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρµακα, έχουν ελαττώσει σε σηµαντικό ποσοστό τις επιπλοκές της αρτηριακής υπέρτασης. O υπερτασικός ασθενής πρέπει να µεταβάλει βασικά τον τρόπο ζωής και τη διατροφή του. Πρέπει ιδιαιτέρως να προσέξει την κατανάλωση αλατιού. Τα αλµυρά φαγητά πρέπει να αποκλείονται από τη διατροφή του.

Παράλληλα, εάν µε τη µεταβολή του διαιτολογίου του και την οµαλοποίηση του τρόπου ζωής του (βάδισµα 3-4 χιλιόµετρα την ηµέρα, φυσιολογικό βάρος σώµατος, απογευµατινή ανάπαυση, φυσιολογικός νυκτερινός ύπνος) δεν φυσιολογικοποιηθεί η πίεσή του, τότε ο υπερτασικός ασθενής θα πρέπει να χρησιµοποιήσει τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρµακα.

Τα αντιυπερτασικά φάρµακα είναι ενδεδειγµένα και αποτελεσµατικά αναλόγως της µορφής της αρτηριακής πίεσης. Γι' αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει εικοσιτετράωρη καταγραφή των µεταβολών της πίεσης µε το σύστηµα Holter. Μετά την καταγραφή της πίεσης και την αξιολόγηση των µεταβολών της θα πρέπει να χρησιµοποιηθεί µονοθεραπεία (χρήση ενός φαρµάκου) και επί αποτυχίας της µονοθεραπείας συνιστώνται οι συνδυασµοί φαρµάκων.

Τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρµακα που συνήθως χρησιµοποιούνται είναι: τα διουρητικά, µε προτίµηση στις θειαζίδες, οι αναστολείς των β-υποδοχέων, οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου και της αγγειοτενσίνης, καθώς και οι ανταγωνιστές του ασβεστίου µε παρατεταµένη δράση.

Συµπερασµατικά η σύγχρονη αντιµετώπιση του υπερτασικού ασθενούς τον έχει απαλλάξει από τις σοβαρότερες επιπλοκές που παρατηρούνταν στο παρελθόν και του έχει διασφαλίσει καλύτερη ποιότητα ζωής και µακροβιότητα.




Η ασταθής υπέρταση

Πολλές φορές είναι δυνατόν να ανησυχήσει κάποιος εάν σε τυχαία µέτρηση βρεθεί να έχει υψηλή πίεση. Η αλήθεια είναι πως µια τυχαία µέτρηση της πίεσης δεν έχει καµία ιδιαίτερη αξία.

Όταν σε έναν άνθρωπο η καρδιακή παροχή είναι φυσιολογική, τότε αναµένεται και η αρτηριακή πίεση να είναι φυσιολογική. Η αρτηριακή πίεση όµως επηρεάζεται πολύ από τη συγκίνηση, το σωµατικό στρες και ιδιαίτερα το διανοητικό στρες.

Αντικειµενική µέτρηση της πίεσης γίνεται µόνο τη νύχτα, κατά τη διάρκεια του ύπνου, οπότε οι εξωγενείς επιδράσεις µηδενίζονται. Κατά τη διάρκεια της ηµέρας η πίεση παρουσιάζει αυξοµειώσεις. Έτσι κατά την έντονη άσκηση η πίεση µπορεί να φτάσει τα 200 mmHg (ο κόσµος το λέει 20), κάτι το οποίο µπορεί να συµβεί και στο έντονο ψυχολογικό στρες.

Σε ιδιαίτερα ευαίσθητα άτοµα είναι δυνατόν να παρατηρηθεί αύξηση της πίεσης από φόβο ή συγκίνηση τη στιγµή που τη µετρά ο γιατρός. Σε όλες όµως αυτές τις περιπτώσεις η πίεση µέσα σε 10 λεπτά επανέρχεται στη φυσιολογική της τιµή. Σηµειωτέον ότι η φυσιολογική τιµή της πίεσης είναι µέχρι 120 mmHg η µεγάλη και µέχρι 80 mmHg η µικρή. Εάν η πίεση καθυστερεί να επανέλθει, αυτό µεταφράζεται στο ότι τα τοιχώµατα των αρτηριών έχουν χάσει την ελαστικότητά τους.
Η πρώτη και πλέον συχνή αιτία της ανελαστικότητας των τοιχωµάτων των αρτηριών είναι η αθηροσκλήρωση. Στη µεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων η αθηροσκλήρωση εκδηλώνεται κλινικά µετά την ηλικία των 40 ετών, παρότι οι βλάβες στις αρτηρίες αρχίζουν να αναπτύσσονται από νεανικής ηλικίας.
Oι αυξοµειώσεις της αρτηριακής πίεσης κατά τη διάρκεια της ηµέρας αποτελούν ένδειξη αρχόµενης αθηροσκλήρωσης και η κατάσταση αυτή ονοµάζεται ασταθής υπέρταση.

Όµως εάν η ασταθής υπέρταση προοδευτικά επιδεινώνεται από πλευράς αριθµού επεισοδίων χρειάζεται να αντιµετωπιστεί κανονικά, ως αρτηριακή υπέρταση σε έδαφος αθηροσκλήρωσης. Στην αρχική φάση και προτού χορηγηθούν τα κλασικά αντιυπερτασικά φάρµακα το ορθόν είναι να αποφεύγεται η κατανάλωση αλµυρών τροφών ή αλατιού στο φαγητό. Όµως, προκειµένου να τεθεί η διάγνωση τόσο της υπέρτασης όσο και της ασταθούς πίεσης, δεν αρκούν οι µεµονωµένες µετρήσεις της πίεσης. Είναι απαραίτητο να γίνει εικοσιτετράωρη καταγραφή της πίεσης µε Holter. Με τον τρόπο αυτό καταγράφονται συνεχώς, ανά 20 λεπτά, µετρήσεις της πίεσης ηµέρα και νύχτα και έτσι παρακολουθείται ο τρόπος διακύµανσής της.

Από τη µορφολογία της καµπύλης που καταγράφεται προκύπτουν κατά κανόνα η αιτιολογία της πίεσης, καθώς και η ενδεδειγµένη θεραπεία που πρέπει να χορηγήσει ο γιατρός.




Το αλάτι και η πίεση

Εντυπωσιακά πράγματι είναι τα αποτελέσματα μιας μελέτης που δημοσιεύτηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα και πλέον έγκριτα ιατρικά περιοδικά, το New England Journal of Medicine. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, ελαττώνοντας κατά 3 γραμμάρια το αλάτι ημερησίως, ελαττώθηκαν κατά 60.000 οι περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου, κατά 32.000 τα εγκεφαλικά επεισόδια, κατά 54.000 τα εμφράγματα του μυοκαρδίου, όπως και οι θάνατοι από διάφορες παθολογικές αιτίες κατά 44.000 ετησίως. Και επειδή το κάθε τι προσμετράται σε δολάρια στην Αμερική, υπολογίστηκε ότι η ελάττωση πρόσληψης του αλατιού κατά 3 γραμμάρια θα ελαττώσει κατά 10 εκατομμύρια δολάρια τις δαπάνες υγείας για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η παρέμβαση αυτή, δηλαδή της ελάττωσης του αλατιού στο φαγητό, θεωρείται ισάξια της διακοπής του καπνίσματος, του αδυνατίσματος και της φαρμακευτικής θεραπείας, που στοχεύει στην ελάττωση της υπέρτασης και της υπερχοληστεριναιμίας. Έτσι ο συνδυασμός της ελάττωσης του αλατιού στο φαγητό σε συνδυασμό με τον περιορισμό των λιπών και ιδιαίτερα των τροφών που περιέχουν κεκορεσμένα λίπη (κόκκινο κρέας και ζωικά παράγωγα, όπως τα γαλακτοκομικά) θα επιφέρει καίριο πλήγμα στην αθηροσκλήρωση, που θεωρείται ο πιο θανάσιμος εχθρός του ανθρώπου σήμερα. Η πρόταση των επιδημιολόγων να περιοριστεί το αλάτι στις έτοιμες τροφές κερδίζει συνεχώς έδαφος, καθώς εκτιμάται ότι θα ελαττωθούν κατά 102.000 οι θάνατοι ετησίως στην Αμερική. Το αξιοσημείωτο από αυτή τη μελέτη είναι ότι ελαττώθηκαν και οι θάνατοι από διάφορες άλλες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου. Αυτό συμφωνεί με τις εκτιμήσεις άλλων ερευνητών, που υποστηρίζουν ότι η ελάττωση του αλατιού στις τροφές θα επιφέρει ελάττωση και του καρκίνου του στομάχου. Κατ' άλλους ερευνητές θα ελαττωθούν οι νεφροπάθειες, η υπερτροφία του μυοκαρδίου, καθώς και η καρδιακή ανεπάρκεια. Κοινός παρονομαστής για όλες τις καρδιοπάθειες είναι το γεγονός ότι έχει αποδειχτεί πως το νάτριο που περιέχεται στο αλάτι προκαλεί σκλήρυνση και αθηροσκλήρωση των αρτηριών του σώματος, με επακόλουθο την αύξηση της αρτηριακής πίεσης και την υπέρταση. Το ένα τρίτο των ενήλικων ατόμων έχουν αποδεδειγμένα υπέρταση και άλλο ένα τρίτο έχει προϋπέρταση, ενώ υπολογίζεται ότι σε λίγα χρόνια θα αναπτύξουν και αυτοί υπέρταση. Στην Αμερική έχει αποδειχτεί ότι περίπου το 80% του αλατιού προέρχεται από τις τροφές και όχι από προσθήκη αλατιού στο φαγητό. Για το λόγο αυτό πολλές χώρες εκτός από την Αμερική, όπως η Ιαπωνία, η Αγγλία, η Φινλανδία αλλά και η μεσογειακή Πορτογαλία, έχουν υποχρεώσει τη βιομηχανία να αναγράφει σε κάθε αναλώσιμο τρόφιμο το ακριβές ποσό αλατιού που περιέχει. Η προτεινόμενη ποσότητα αλατιού που πρέπει να περιέχουν οι τροφές ημερησίως κυμαίνεται από 3,7-5,8 γραμμάρια, ενώ είναι γνωστό ότι η ημερήσια κατανάλωση αλατιού από τον μέσο Αμερικανό κυμαίνεται από 8-10 γραμμάρια την ημέρα. Όταν αναλογιστεί κανείς ότι περίπου 7 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από υπέρταση, 5 εκατομμύρια από υπερχοληστεριναιμία και άλλα 5 εκατομμύρια από το κάπνισμα, είναι εύκολα αντιληπτό πως πρέπει να δοθεί η μάχη όχι μόνο για μακροβιότητα, αλλά για μια καλύτερη και ποιοτική ζωή. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι οι επεμβατικές μέθοδοι είναι απαραίτητες όταν είναι αναγκαίες, προκαλώντας βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης σε ένα ποσοστό που δεν ξεπερνά το 15% του πληθυσμού. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, γιατί οι επεμβατικές μέθοδοι, όπως οι εγχειρήσεις bypass και οι αγγειοπλαστικές, δεν θεραπεύουν τη νόσο, αλλά απλώς βελτιώνουν και τροποποιούν την εξέλιξή της. Αντίθετα η πρωτογενής και η δευτερογενής πρόληψη παρεμποδίζει την εκδήλωση της νόσου και όταν εμφανιστεί στοχεύει στη σταθεροποίηση ή στη θεραπεία της. Κατά συνέπεια η παρέμβαση της πολιτείας για την οργανωμένη πρόληψη είναι αναγκαία, γιατί μόνη η ενημέρωση του πληθυσμού δεν επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.




Ποια είναι η επικίνδυνη πίεση

Αναμφισβήτητα η υψηλή αρτηριακή πίεση καταστρέφει το ενδοθήλιο των αρτηριών και καθιστά ευάλωτο σε αθηροσκλήρωση το τοίχωμά τους. Μέχρι σήμερα οι κατευθυντήριες οδηγίες θεωρούν ως πλέον αξιόπιστο μέτρο της αρτηριακής πίεσης τη μέση αρτηριακή πίεση, η οποία συσχετίζεται με το βαθμό προσβολής του τοιχώματος των αρτηριών από αθηροσκλήρωση, καθώς και με τις επιπλοκές της, δηλαδή με το έμφραγμα του μυοκαρδίου, τα εγκεφαλικά επεισόδια και τα ανευρύσματα των αρτηριών. Με απλά λόγια, όταν η μέση αρτηριακή πίεση είναι αυξημένη, τότε αυξάνει και η πιθανότητα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου ή ενός εμφράγματος ή η ρήξη ενός ανευρύσματος.

Όμως μια τελευταία μελέτη, που δημοσιεύεται στο Lancet, δηλαδή σε ένα από τα πλέον έγκυρα ιατρικά περιοδικά, από Βρετανούς και Σουηδούς επιστήμονες, υποστηρίζει ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης μέσα στο 24ωρο είναι πιο επικίνδυνες από την υψηλή μέση αρτηριακή πίεση. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι ύστερα από τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα πρέπει να αλλάξουν οι κατευθυντήριες οδηγίες και οι γιατροί γενικής ιατρικής που αντιμετωπίζουν κάθε μέρα τους υπερτασικούς ασθενείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί για να εξασφαλίζουν μια σταθερή χαμηλή πίεση χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης προκαλούν μεγαλύτερους τραυματισμούς στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών (ενδοθήλιο) απ' ό,τι προκαλεί η σταθερή υψηλή αρτηριακή πίεση.

Γενικότερα θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο ορισμός των ορίων της φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης συνεχώς μεταβάλλεται. Σήμερα πιστεύεται ότι η αρτηριακή πίεση δεν θα πρέπει η μεγάλη (συστολική) να υπερβαίνει τα 120 mmHg και η μικρή (διαστολική) τα 80 mmHg. Η άποψη του να θεωρούνται φυσιολογικές τιμές οι μικρότερες κατά το δυνατόν τιμές προέκυψε από αποτελέσματα πολυκεντρικών μελετών, στις οποίες αποδείχτηκε ότι τα άτομα με αρτηριακή πίεση 110 mmHg είχαν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια από τα άτομα που είχαν αρτηριακή πίεση 120 mmHg ή 130 mmHg. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί ότι ακόμα και εκείνοι που έχουν φυσιολογικές τιμές αρτηριακής πίεσης έχουν περισσότερη πιθανότητα να ζήσουν περισσότερο και με καλύτερη ποιοτική ζωή όταν η αρτηριακή τους πίεση παραμένει φυσιολογική, στις κατώτερες κατά το δυνατόν τιμές.

Με αυστηρά κριτήρια, εάν ένα άτομο κατά τη διάρκεια της εφηβείας του έχει τη μεγάλη πίεση 110 mmHg και κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής του η πίεσή του φτάσει τα 130-140 mmHg, αυτό θεωρείται προϋπερτασικό και προβλέπεται ότι θα αναπτύξει στο μέλλον υπέρταση.

Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται κυρίως από την καλή λειτουργία των νεφρών, της καρδιάς και του νευρικού συστήματος. Στο 25% των περιπτώσεων η υπέρταση χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής, δηλαδή δεν οφείλεται σε προφανή αιτία. Στις περιπτώσεις αυτές το νευρικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο γι' αυτό. Και παλαιότερα η πίεση αυτή ονομαζόταν νευροπίεση. Το χαρακτηριστικό της λεγόμενης νευροπίεσης είναι ότι οι διακυμάνσεις της πίεσης παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας, που το νευρικό σύστημα είναι ενεργό, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας η πίεση κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα.

Παλιότερα ο χρόνιος υπερτασικός ασθενής είχε κακή εξέλιξη. Τα εγκεφαλικά επεισόδια, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η ρήξη των ανευρυσμάτων απειλούσαν τη ζωή του, ιδιαίτερα εάν ο άρρωστος έπασχε και από σακχαρώδη διαβήτη. Σήμερα υπάρχει αναμφισβήτητα αισιόδοξη προοπτική.

Η εξέλιξη των διαγνωστικών τεχνικών σε συνδυασμό με τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρμακα έχουν ελαττώσει σε εντυπωσιακά ποσοστά τις σοβαρές επιπλοκές της υπέρτασης.

Ο υπερτασικός ασθενής, προτού καταφύγει στα φάρμακα, πρέπει να μεταβάλει την καθημερινότητά του. Το βάρος του να είναι φυσιολογικό, να ασκείται, να διατρέφεται κυρίως με μεσογειακή δίαιτα, προσέχοντας ιδιαίτερα την υπερβολική κατανάλωση αλατιού. Τότε μπορεί να προσβλέπει με αισιοδοξία στο μέλλον.




Η πίεση και η καρδιά

Η αρτηριακή πίεση ή απλώς πίεση, όπως την ονοµάζει ο κόσµος, είναι φυσιολογική όταν η µεγάλη (συστολική) είναι υψηλότερη από 120 mmHg και η µικρή (διαστολική) δεν είναι µεγαλύτερη από 80 mmHg. Εντούτοις στην πράξη το πρόβληµα τίθεται όταν κάποιος µετρήσει την πίεσή του και διαπιστώσει ότι είναι αυξηµένη. Η πίεση δεν είναι ποτέ σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια της σωµατικής άσκησης, του σωµατικού ή του διανοητικού στρες, όπου η πίεση ανεβαίνει.

Όµως ανεβαίνει συνήθως η µεγάλη και επανέρχεται αµέσως µόλις παύσει να υπάρχει η αιτία που την προκαλεί. Ακόµα και η ανησυχία του ασθενούς κατά τη στιγµή που ο γιατρός µετρά την πίεσή του µπορεί να προκαλέσει παροδική αύξησή της κατά τη στιγµή της µέτρησης.

Γενικά η παροδική αύξηση της πίεσης δεν έχει καµία πρακτική σηµασία. Αντιθέτως η σταθερή αύξηση της πίεσης προκαλεί στην καρδιά µόνιµη επιβάρυνση, που οδηγεί σε υπερτροφία του µυοκαρδίου. Αυτό γίνεται γιατί οι αρτηρίες προοδευτικά χάνουν την ελαστικότητά τους και αναπτύσσουν αυξηµένες αντιστάσεις κατά τη ροή του αίµατος. Έτσι η καρδιά είναι υποχρεωµένη να καταβάλει περισσότερη προσπάθεια για να υπερνικήσει τις αντιστάσεις αυτές και γι' αυτό το λόγο υπερτρέφεται, δηλαδή αυξάνει τη µυϊκή της µάζα.

Παράλληλα, µακροχρόνια, όλες οι αρτηρίες του οργανισµού και ιδιαιτέρως οι αρτηρίες της καρδιάς (στεφανιαίες) καταστρέφονται εσωτερικά, µε αποτέλεσµα το εσωτερικό τους τοίχωµα (ενδοθήλιο) να υφίσταται µικροσκοπικές ρωγµές, µέσα από τις οποίες περνούν τα µόρια της χοληστερίνης (LDL) και δηµιουργούν στο τοίχωµα των αρτηριών µικρές αρτηριοσκληρυντικές πλάκες. Oι βλάβες αυτές µπορεί να προκαλέσουν στένωση ή διάταση των αρτηριών της καρδιάς, µε τελικό αποτέλεσµα τη δηµιουργία θροµβωτικών επεισοδίων, που οδηγούν τελικά σε έµφραγµα του µυοκαρδίου ή σε αιφνίδιο θάνατο.

Για να διαγνωστεί η υπέρταση, δηλαδή η σταθερή αύξηση της πίεσης, χρειάζεται συνεχής καταγραφή της πίεσης επί 24ωρο τόσο κατά τις ώρες της πλήρους δραστηριότητας του κάθε ανθρώπου όσο και κατά τις στιγµές της ηρεµίας και του ύπνου του. Η συνεχής καταγραφή της πίεσης γίνεται µε ειδικό µηχάνηµα που ονοµάζεται Holter και τοποθετείται από το γιατρό του ασθενούς για ένα 24ωρο. Κατά τη διάρκεια αυτού του 24ώρου ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται στις συνήθεις του δραστηριότητες.
Έτσι από τη µελέτη των µεταβολών της πίεσης µπορούµε όχι µόνο να διαγνώσουµε την αυξηµένη πίεση, αλλά και να δούµε πώς ακριβώς προκαλείται, ώστε ο γιατρός να χορηγήσει τη σωστή θεραπεία µε βάση την αιτία που προκαλεί την υπέρταση. Εάν αυτό επιτευχθεί, τότε προοδευτικά η υπερτροφία της καρδιάς υποχωρεί και η αθηροσκλήρωση σταµατά να εξελίσσεται. Με αυτόν τον τρόπο τα τελευταία χρόνια έχουν ελαττωθεί όλες οι επιπλοκές της αυξηµένης πίεσης (καρδιαγγειακά και εγκεφαλικά επεισόδια) και έχει διασφαλιστεί καλύτερη ποιό­τητα ζωής για τους ασθενείς.




Τι σχέση έχει η πίεση με το εγκεφαλικό επεισόδιο;

Είναι αλήθεια πως πολλοί άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι όταν αυξηθεί απότομα η πίεσή τους κινδυνεύουν να πάθουν εγκεφαλικό επεισόδιο. Κάθε μέρα προσέρχονται στα αγροτικά ιατρεία ηλικιωμένα άτομα για να μετρήσουν την πίεσή τους, φοβισμένοι μήπως πάθουν εγκεφαλικό. Η άποψη αυτή καλλιεργήθηκε για πολλές δεκαετίες, όπου τα άτομα που παρουσίαζαν σταθερά υψηλή πίεση ήταν αυτά που κατά κανόνα πάθαιναν εγκεφαλικό. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Η αιφνίδια, απότομη αύξηση της πίεσης κατά κανόνα δεν δημιουργεί κανένα κίνδυνο. Αντίθετα, εάν κάποιος παρουσιάζει σταθερά υψηλή πίεση χωρίς να παίρνει αντιυπερτασικά φάρμακα, τότε οι αρτηρίες του σκληραίνουν, τα τοιχώματά τους χάνουν την ελαστικότητά τους, στενεύουν ή διατείνονται. Έτσι δημιουργούνται στενώσεις στις μικρού μεγέθους αρτηρίες, ενώ στις μεγάλου μεγέθους αρτηρίες δημιουργούνται ανευρύσματα. Πρόκειται για την εικόνα της εκτεταμένης αθηροσκλήρωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, που χαρακτηρίζονται από εκτεταμένη καταστροφή του τοιχώματος των αρτηριών τους, μια απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη του ανευρύσματος μιας αρτηρίας ή στη θρόμβωσή της. Εάν οι αρτηρίες αυτές είναι οι εγκεφαλικές αρτηρίες, τότε εκδηλώνεται το εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι η αρτηριακή υπέρταση (πίεση) είναι ένα σταθερό μέγεθος, το οποίο κυμαίνεται σε φυσιολογικά (80-120 mmHg) ή σε παθολογικά επίπεδα (άνω των 140 mmHg).

Στην πραγματικότητα η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή κατά τη διάρκεια του 24ώρου, αλλά διακυμαίνεται αναλόγως της δραστηριότητας του κάθε ατόμου. Κατά τη σωματική άσκηση, την κίνηση, τη συγκίνηση και το στρες η πίεση ανεβαίνει, ενώ, αντιθέτως, κατά την ανάπαυση ή το βαθύ ύπνο ελαττώνεται.

Κατά τις πρωινές ώρες, λίγο πριν από το ξύπνημα, συνήθως ανεβαίνει και διατηρείται υψηλή και αμέσως μετά από αυτό. Η αρτηριακή πίεση στην κυριολεξία δεν είναι σταθερή, εντούτοις με τον επιστημονικό όρο «ασταθής υπέρταση» εννοούμε την αύξηση της αρτηριακής πίεσης ορισμένες ώρες του 24ώρου σε παθολογικά επίπεδα.

Έτσι εάν κατά τη σωματική άσκηση αυξηθεί η αρτηριακή πίεση και παραμείνει υψηλή πέραν των 10 λεπτών μετά το τέλος της άσκησης θεωρείται παθολογική. Πολλές φορές ακόμα και η θέα του γιατρού με την άσπρη μπλούζα προκαλεί σε πολλούς ασθενείς αύξηση της πίεσης, γεγονός το οποίο θεωρείται από πολλούς προστάδιο αρτηριακής υπέρτασης, έστω και αν ο εξεταζόμενος σε ηρεμία εμφανίζει φυσιολογική αρτηριακή πίεση.

Για να χαρακτηριστεί ένας άνθρωπος υπερτασικός, δεν αρκούν λίγες μετρήσεις της πίεσής του κατά τη διάρκεια του 24ώρου. Χρειάζεται 24ωρη συνεχής καταγραφή της πίεσης, η οποία θα δείξει εάν ένα άτομο είναι πράγματι υπερτασικό ή εάν η παροδική αύξηση της πίεσης είναι στο πλαίσιο της φυσιολογικής αντίδρασης του οργανισμού του. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνεται η συνεχής καταγραφή της πίεσης και ανάλογα με τις διακυμάνσεις της ο υπερτασικός άρρωστος λαμβάνει την ενδεδειγμένη θεραπεία.

Σε αντίθετη περίπτωση τα αντιυπερτασικά φάρμακα μπορεί να γίνουν επικίνδυνα λόγω της υπότασης που μπορεί να προκαλέσουν. Έτσι χιλιάδες άνθρωποι παίρνουν φάρμακα αδικαιολόγητα και κινδυνεύουν περισσότερο από τις παρενέργειες των φαρμάκων, παρά την ωφέλιμη δράση τους. Συμπερασματικά η άποψη που από χρόνια έχει παγιωθεί στον απλό κόσμο ότι η πίεση αφαιρεί χρόνια ζωής έχει ουσιαστική βάση. Εντούτοις τα σύγχρονα φάρμακα μπορεί να βοηθήσουν ώστε η υπέρταση να μην προκαλέσει τις σοβαρές επιπλοκές που θα προκαλούσε αν αφηνόταν χωρίς θεραπεί




Η θεραπεία της πίεσης

Η πίεση στο 95% των περιπτώσεων δεν οφείλεται σε συγκεκριµένη αιτία, γι' αυτό και ονοµάζεται ιδιοπαθής υπέρταση, δηλαδή υπέρταση άγνωστης κατά βάση αιτιολογίας. Όταν διαπιστωθεί ότι κάποιος ασθενής παρουσιάζει σταθερή και όχι παροδική και φευγαλέα αύξηση της πίεσης (άνω του 12 η µεγάλη και άνω του 8 η µικρή), τότε αντιµετωπίζεται µε συνεχή φαρµακευτική αγωγή, η οποία µπορεί να διαρκέσει όλη του τη ζωή.

Στην περίπτωση που κάποιος ασθενής είναι παχύσαρκος θα πρέπει, πριν από την απόφαση για λήψη οποιουδήποτε φαρ­µάκου, να χάσει σωµατικό βάρος. Η απώλεια σωµατικού βάρους είναι αποτέλεσµα της σω­µατικής άσκησης και της σωστής δίαιτας, η οποία έχει επίκεντρο τη φυτική διατροφή, που συµπληρώνεται µε ψάρια και πουλερικά, αποκλείοντας τα γλυκά και τους υδατάνθρακες (ψωµί, πατάτες κτλ.). Η σωστή δίαιτα του υπερτασικού ασθενούς πρέπει να συ­µπλη­ρώνεται µε ελάττωση της πρόσληψης νατρίου, δηλαδή µε ελάττωση του αλατιού και των αλµυρών φαγητών. Εξυπακούεται ότι παράλληλα πρέπει να αποφεύγεται η διατροφή µε λιπαρές τροφές και οινοπνευµατώδη, τα οποία αυξάνουν τη θερµιδική αξία των τροφών.

Εάν παρ' όλα αυτά η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να παραµένει υψηλή, τότε αποφασίζεται η έναρξη της φαρµακευτικής θεραπείας. Βασικός κανόνας της έναρξης της φαρµακευτικής θεραπείας είναι η χορήγηση ενός µόνο φαρµάκου. Τα φάρµακα κατά της υπέρτασης πρέπει να λαµβάνονται τις πρωινές ώρες και να αποφεύγονται τις βραδινές, ώστε να µη συµπίπτει η µέγιστη δράση τους µε τη φυσιολογική πτώση της πίεσης, η οποία εµφανίζεται συνήθως τις νυκτερινές ώρες.

Η επιλογή του καταλληλότερου φαρµάκου πρέπει να γίνεται ύστερα από µελέτη της 24ωρης καταγραφής της πίεσης, που επιτυγχάνεται µε τη συσκευή Holter. Συνήθως ως πρώτο φάρµακο χορηγούνται οι θειαζίδες σε συνδυασµό µε αδρενεργικούς β-αναστολείς ή αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου της αγγειοτενσίνης ή ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης. Όταν η πίεση εξακολουθεί να είναι υψηλή, η προσθήκη και άλλων αντιυπερτασικών φαρµάκων στο θεραπευτικό σχήµα είναι επιβεβληµένη.

Γενικά δεν συνιστάται να επιχειρείται απότοµη πτώση της αρτηριακής πίεσης, εκτός εξαιρέσεων, π.χ. όταν υπάρχει υποψία ύπαρξης διαχωριστικού ανευρύσµατος της αορτής. Η απότοµη πτώση της αρτηριακής πίεσης (π.χ. από το 24 στο 9) µπορεί να οδηγήσει σε ισχαιµία και βλάβη των ζωτικών οργάνων, µε αποτέλεσµα να εκδηλωθεί σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, έµφραγµα του µυοκαρδίου ή οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η βαθµιαία πτώση της αρτηριακής πίεσης συνιστάται να επιτυγχάνεται εντός 24-48 ωρών.

Σήµερα η καλύτερη κατανόηση των παθοφυσιολογικών µηχανισµών σε συνδυασµό µε τη χρήση των νεότερων αντιυπερτασικών φαρµάκων οδήγησαν σε καλύτερη ποιότητα ζωής του υπερτασικού ασθενούς, απαλλαγµένη από το µεγάλο ποσοστό των εγκεφαλικών και καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Αύριο η σωστότερη γονιδιακή αντιµετώπιση της αθηροσκλήρωσης θα απαλλάξει ίσως τον υπερτασικό ασθενή ακόµα και από το άγχος της συνεχούς λήψης φαρµάκων.


    Στην κορυφή