Η ψυχολογία της... λαχτάρας για φαγητό


Η «λαχτάρα για φαγητό» (food craving) συνιστά ηδονική απάντηση στην κατανάλωση τροφής και χαρακτηρίζεται από την ένταση και την εξειδίκευσή της. Είναι εξαιρετικά συχνή και αφορά την πλειοψηφία των νεαρών ενηλίκων. Οι Gendall και συνεργάτες βρήκαν ότι το 58% τυχαίου δείγματος ανέφερε ανάλογη αναζήτηση φαγητού, το οποίο όμως μειωνόταν στο 52% όταν εξαιρέθηκε η περίοδος της εγκυμοσύνης. Το ποσοστό μειώνεται σε 42% όταν η ένταση της επιθυμίας ήταν από μέτρια έως έντονη και σε 21% όταν ή ένταση ήταν πολύ έντονη.


Αρέσκεια

Η επιθυμία για συγκεκριμένο τρόφιμο συνδέεται στενά με την τροφική αρέσκεια, από τη στιγμή που τα πιο επιθυμητά τρόφιμα – όπως η σοκολάτα – είναι ιδιαίτερα εύγεστα. Βέβαια, δεν συνεπάγεται αυξημένη κατανάλωση τροφής. Τρώμε το φαγητό χωρίς, συχνά, να το απολαμβάνουμε καν ή ακόμα και το τρόφιμο που λαχταρούμε, δεν το καταναλώνουμε πάντα.

Πολλαπλές μελέτες και δομημένες συνεντεύξεις σε εθελοντές κατέδειξαν ότι η δίαιτα ή ο διατροφικός (αυτό)περιορισμός αυξάνουν σε γενικές γραμμές την πιθανότητα να εκδηλωθεί ανάλογη επιθυμία για φαγητό. Η προσπάθεια περιορισμού κάποιου τροφίμου θεωρείται ότι σχετίζεται με αύξηση αναζήτησης της μη διαθέσιμης τροφής. Η σχέση αυτή υποδηλώνει την ύπαρξη υποκείμενων ψυχολογικών, γνωσιακών και συμπεριφορικών διαδικασιών. Μεταξύ αυτών δεσπόζουν η αντίδραση στο (οπτικό/ οσφρητικό) ερέθισμα και η συναισθηματική δυσφορία.


Πείνα

Παρόμοια, η πείνα δεν είναι προϋπόθεση για την αναζήτηση «αγαπημένου» τροφίμου. Αντίθετα, υπάρχει στενός δεσμός μεταξύ της διάθεσης μας και της λαχτάρας για φαγητό. Η τελευταία, είναι πιθανό να οδηγήσει κάποιες φορές σε επεισόδια υπερφαγίας, υπό συνθήκες αρνητικής διάθεσης (παρά πείνας). Το φαγητό δεν είναι εθιστικό με την πραγματική έννοια, καθώς τα συστατικά του είναι απαραίτητα για να διατηρηθούμε στη ζωή. Αλλά και οι θεωρίες που εξηγούν τη λαχτάρα για φαγητό, ελάχιστη σχέση έχουν με τον εθισμό σε αλκοόλ ή νικοτίνη. Σαν συμπεριφορά συνδυάζει την έντονη επιθυμία με την αναζήτηση πολύ συγκεκριμένου τροφίμου.


Ένταση

Διάφοροι παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, η εμμηνορρυσία και η κουλτούρα μπορούν να επηρεάσουν την ένταση αλλά και το είδος του τροφίμου που θα «επιθυμήσουμε». Η ένταση της επιθυμίας αφετέρου εξαρτάται από την ικανότητά μας να οπτικοποιήσουμε το φαγητό και να φανταστούμε την οσμή του. Από τους 130 συμμετέχοντες σε μελέτη, μόνο 2 δεν μπόρεσαν να θυμηθούν ανάλογο περιστατικό αναζήτησης φαγητού, ποσοστό ιδιαίτερα εντυπωσιακό.

Η λαχταρά για σοκολάτα βρέθηκε ότι είναι η πιο κοινή, περίπου το 49% των περιπτώσεων, ακολουθεί η λαχτάρα για «κάτι γλυκό» (16%), ενώ για δημητριακά/ αρτοποιήματα ή πικάντικά τρόφιμα είναι η λιγότερο συχνή (12%). Επιπλέον, η αναζήτηση συγκεκριμένων τροφίμων αυξάνεται πολύ (~66%) πριν την εμμηνορρυσία. Η αναζήτηση γλυκού φαίνεται πως είναι πιο συχνή στις γυναίκες, αλλά μειώνεται με την ηλικία.

Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η λαχτάρα για γλυκό συνδέεται στενά με το τσιμπολόγημα και το συναίσθημα ανίας, πολύ διαφορετικά όμως από την πείνα. Τα επεισόδια αυτά φαίνεται να σχετίζονται περισσότερο με παρορμητική κατανάλωση φαγητού και υπερφαγία, σαν «παραβιάσεις» του συνήθους διατροφικού μοτίβου.

Επιπλέον, έρευνα σε Αιγύπτιους ενήλικες απεκάλυψε το ρόλο της κουλτούρας στην «επιλογή» αγαπημένου τροφίμου. Οι εθελοντές φάνηκε ότι προτιμούσαν περισσότερο τα πικάντικά τρόφιμα σε σχέση με τα γλυκά. Κάτι που αντιτίθεται στην κυρίαρχη λαχτάρα για σοκολάτα που απαντάμε στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική. Επίσης εντυπωσιακό, είναι ότι η Αιγυπτιακή γλώσσα δεν έχει ούτε μια λέξη που να μπορεί να περιγράψει αυτού του είδους την τροφική αναζήτηση, εκτός από τις εγκύους.


Δίαιτα vs. Νηστείας

Αν θεωρήσουμε ότι η λαχτάρα για φαγητό συνιστά ψυχολογική αποτύπωση των σωματικών «ανεπαρκειών», θα πρέπει να υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ δίαιτας και έντασης/ συχνότητας ανάλογων επεισοδίων. Σε μελέτη μεγάλου δείγματος, το 15% αυτού που ανέφερε ότι έκανε δίαιτα αδυνατίσματος, ήταν πιο πιθανό να επιθυμήσει φαγητό.

Υπάρχουν στοιχεία ότι η νηστεία – βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη – συνδέεται με λιγότερο συχνά επεισόδια αναζήτησης συγκεκριμένων τροφίμων. Ενώ όμως η νηστεία είναι αποτελεσματική στη μείωση του βάρους, δεν σχετίζεται το μέγεθος της απώλειας βάρους με τη συχνότητα της επιθυμίας. Ο περιορισμός της τελευταίας, πιθανότατα συνδέεται με μειωμένη όρεξη, στα πλαίσια μιας δίαιτας πολύ λίγων θερμίδων. Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι για τη μείωση της όρεξης ευθύνεται η διαδικασία της κετογένεσης, ως βραχυπρόθεσμη διαδικασία διατήρησης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα εντός φυσιολογικών ορίων. Σε συνθήκες υπογλυκαιμίας, φαίνεται ότι αυξάνεται η συχνότητα, η ένταση, η δυσκολία αγνόησης της επιθυμίας και η επιθυμία για συγκεκριμένα τρόφιμα (ειδικά όσα είναι πλούσια σε υδατάνθρακες).


Αυτοπεριορισμός

Όσοι ακολουθούν μια δίαιτα αδυνατίσματος, συνήθως δεν στερούνται ενέργεια από τα τρόφιμα, αλλά συγκεκριμένα τρόφιμα που απολαμβάνουν. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η ποικιλία της διατροφής τους, σε βαθμό που η μονοτονία και ο αυτοπεριορισμός να προκαλούν επεισόδια επίμονης αναζήτησης των τροφίμων αυτών. Η σοκολάτα φαίνεται να είναι το πιο κοινό… αντικείμενο του πόθου, αφού αφορά το 35% των περιπτώσεων. Βρέθηκε, μάλιστα, ότι μεγαλύτερη ποσότητα σοκολάτας καταναλώνεται με αφορμή μια γευστική δοκιμή. Τα έντονα αυτοπεριοριζομένα άτομα είχαν μεγαλύτερη επιθυμία για σοκολάτα, κάτι που δεν ισχύει για τη βανίλια, το ψωμί ή το κοτόπουλο.


Έλεγχος σκέψης

Ο Wegner (1997) περιγράφει το νοητικό αυτό-έλεγχο ως προϊόν δυο διαδικασιών: μια συνειδητή επίπονη αναζήτηση πνευματικής ικανοποίησης που θα προκαλέσει νοητική ευφορία και μια ασυνείδητη αναζήτηση ικανοποίησης που σηματοδοτεί αποτυχία αυτής.

Όταν λειτουργούμε υπό πίεση, είναι πιο πιθανό να υποκύψουμε στον «πειρασμό», παρότι προσπαθούμε να το αποφύγουμε. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η προσπάθεια απόσπασης της σκέψης από συγκεκριμένο τρόφιμο, το κάνει πιο ελκυστικό. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ο περιορισμός φαγητού αυξάνει τις σκέψεις για το απαγορευμένο φαγητό και, σε κάποιες περιπτώσεις, την ίδια την επιθυμία για φαγητό. Βρέθηκε επίσης, ότι η πιθανότητα κατανάλωσης, π.χ. σοκολάτας, μετά το πέρας της δοκιμασίας αυξάνει σημαντικά την ικανότητα του ατόμου να περιορίζει τη σκέψη/ ανάκληση της σοκολάτας. Με άλλα λόγια, η προσμονή της ανταμοιβής μας κάνει πιο αποτελεσματικούς στον αυτό-έλεγχο.


Οπτικό ερέθισμα

Η εικόνα του φαγητού θεωρείται σημαντικό κομμάτι της γνωσιακής – συναισθηματικής θεωρίας. Η οσμή, η γεύση, η υφή, η αίσθηση ή ακόμα και ο ήχος (π.χ. κρασί, αναψυκτικά) του φαγητού καθορίζουν εν μέρει τη στάση μας έναντι του φαγητού και «συμμετέχουν» στην εκδήλωση κάθε αδηφαγικού επεισοδίου. Βρέθηκε ότι η πιο συχνή ανάκληση φαγητού αφορά κατά σειρά πλήρη γεύματα, fast-food και λιγότερο γλυκά. Η ένταση της εικόνας φαίνεται να συνδέεται με την ένταση αναζήτησης του φαγητού. Η αντίληψη της τροφής με τις αισθήσεις μας και το επίπεδο της πείνας που βιώνουμε συσχετίζεται με της ένταση της λαχτάρας για φαγητό.

Η ανάκληση και η οσμή ιδιαίτερα επιθυμητού τροφίμου οδηγεί άτομα που αυτο-περιορίζονται να υπερκαταναλώνουν σχεδόν αποκλειστικά το συγκεκριμένο τρόφιμο. Βρέθηκε επιπλέον, ότι η ένταση αναζήτησης φαγητού σχετίζεται μόνο με την πίεση του αίματος, αν και η θέα του φαγητού επηρεάζει και την γαστρεντερική δραστηριότητα. Ειδικότερα, στη θέα επιθυμητού τροφίμου, π.χ. σοκολάτα, φαίνεται πως μειώνεται ο καρδιακός ρυθμός, σε άτομα με συχνά επεισόδια αδηφαγίας.


Συναισθηματική κατάσταση

Τόσο όμως η συχνότητα, όσο και η ένταση, της επιθυμίας σχετίζονται ισχυρά με τα συναισθήματα μας. Προκύπτει ότι άτομα που βιώνουν επεισόδια συναισθηματικού φαγητού, έχουν υψηλά επίπεδα καθημερινού άγχους ή ανίας. Επιπλέον, είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί επιθυμία για κάποια τρόφιμα υπό αρνητική διάθεση. Εδώ και πολλά χρόνια, υπάρχει η υπόθεση πως κάποια άτομα επιλέγουν και καταναλώνουν τρόφιμα για να ελέγξουν ακούσια τη διάθεσή τους. Να βελτιώσουν, με άλλα λόγια, την αρνητική τους διάθεση ή να ανακουφιστούν από την επίμονη παρουσία άγχους. Ο μηχανισμός της σεροτονίνης και των ενδογενών οπιοειδών είναι οι επικρατέστερες θεωρίες, που ερμηνεύουν αυτή τη συμπεριφορά.

Είναι πιθανό βέβαια, η βελτίωση της διάθεσης μεταγευματικά να εξαρτάται από την ένταση της αρνητικής διάθεσης αρχικά, αλλά και τη συμπεριφορά που ακολουθεί την κατανάλωση του φαγητού. Φαίνεται δε πως η διάθεση βελτιώνεται μόνο όταν δεν ακολουθεί βουλιμική/ αδηφαγική κατανάλωση φαγητού. Όταν δηλαδή δεν προκύπτουν ενοχές για την υπερκατανάλωση φαγητού και την απώλεια του αυτό-ελέγχου.

Γιώργος Μίλεσης, MSc
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, MSc Εφαρμοσμένης Κλινικής Διατροφής Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών




    Στην κορυφή