Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΝΩΜΗ ΙΑΤΡΟΥ ΙΔΙΑΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
16/11/2020
Αυτό τονίζει η Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μαστολογίας ε. Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χειρουργός-Γυναικολόγος, Μαστολόγος-Ογκολόγος, Δρ. Λυδία Ιωαννίδου-Μουζάκα, με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται τακτικά σε διεθνές επίπεδο για τη σκοπιμότητα ή μη μιας δεύτερης γνώμης στη διάγνωση ή στην επιλογή της κατάλληλης ιατρικής πράξης (χειρουργική επέμβαση ή μακροχρόνια φαρμακευτική θεραπεία), που ακολουθεί τη διάγνωση.
Είναι απόλυτα κατανοητή η επιθυμία του κάθε ασθενούς να θελήσει να ενημερωθεί με κάθε λεπτομέρεια για την ασθένειά του. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να μην θέλει να αποδεχθεί αυτά που άκουσε για την πάθηση που του διαγνώστηκε. Η δεύτερη γνώμη είναι απόλυτα θεμιτή και βοηθάει όταν προέρχεται από ιατρό της ίδιας ειδικότητας, του ίδιου επιστημονικού επιπέδου με τον πρώτο ιατρό, ή με καταλληλότερο επίπεδο εξειδίκευσης. Άσχετα αν ο ασθενής θέλει ή όχι να πιστέψει στη διάγνωση που του δίδεται, για την ίδια τη διάγνωση, ενδεχομένως να υπάρξει διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση μεταξύ των δύο ιατρών.
«Οπωσδήποτε η δεύτερη γνώμη μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη ή και χειρότερη, εάν δεν έχει γίνει από τον ασθενή η σωστή επιλογή του εξειδικευμένου ιατρού. Από κει και πέρα, η τελική απόφασή του θα είναι συνισταμένη αρκετών παραγόντων και κυρίως η εμπιστοσύνη που έχει δημιουργήσει ο κάθε ιατρός στον ασθενή, η πληρότητα των επεξηγήσεων σε τυχόν απορίες, η αξιοπιστία των διαγνώσεων επί των εξετάσεων, αλλά και οι διαγνωστικές τεχνικές», υπογραμμίζει η κ. Μουζάκα.
Είναι απόλυτα κατανοητή η επιθυμία του κάθε ασθενούς να θελήσει να ενημερωθεί με κάθε λεπτομέρεια για την ασθένειά του. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να μην θέλει να αποδεχθεί αυτά που άκουσε για την πάθηση που του διαγνώστηκε. Η δεύτερη γνώμη είναι απόλυτα θεμιτή και βοηθάει όταν προέρχεται από ιατρό της ίδιας ειδικότητας, του ίδιου επιστημονικού επιπέδου με τον πρώτο ιατρό, ή με καταλληλότερο επίπεδο εξειδίκευσης. Άσχετα αν ο ασθενής θέλει ή όχι να πιστέψει στη διάγνωση που του δίδεται, για την ίδια τη διάγνωση, ενδεχομένως να υπάρξει διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση μεταξύ των δύο ιατρών.
«Οπωσδήποτε η δεύτερη γνώμη μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη ή και χειρότερη, εάν δεν έχει γίνει από τον ασθενή η σωστή επιλογή του εξειδικευμένου ιατρού. Από κει και πέρα, η τελική απόφασή του θα είναι συνισταμένη αρκετών παραγόντων και κυρίως η εμπιστοσύνη που έχει δημιουργήσει ο κάθε ιατρός στον ασθενή, η πληρότητα των επεξηγήσεων σε τυχόν απορίες, η αξιοπιστία των διαγνώσεων επί των εξετάσεων, αλλά και οι διαγνωστικές τεχνικές», υπογραμμίζει η κ. Μουζάκα.