ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ


Το σύνολο των δεδομένων της μελέτης EUCLID, της μεγαλύτερης μελέτης επιπολασμού στην Ευρώπη για τη λοίμωξη από το βακτηρίδιο Clostridium difficile, παρουσιάστηκαν στο 24ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νόσων (ECCMID). Δεδομένα από 482 Ευρωπαϊκά νοσοκομεία αποκαλύπτουν ότι μέσα σε μια μέρα, κατά μέσο όρο 109 περιπτώσεις λοίμωξης από το βακτηρίδιο Clostridium difficile δεν διαγιγνώσκονται λόγω έλλειψης κλινικής υποψίας ή ανεπαρκών εργαστηριακών εξετάσεων. Ο αριθμός αγγίζει δυνητικά τις 39.000 μη διαγνωσμένες περιπτώσεις στην Ευρώπη κάθε χρόνο.

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η συχνότητα εμφάνισης λοίμωξης από Clostridium difficile στην Ευρώπη έχει αυξηθεί (σε σύγκριση με προηγούμενες μελέτες) από 4.12 σε 7.9 περιπτώσεις ανά 10.000 ημέρες νοσηλείας μεταξύ 2008 και 2012-13, αντίστοιχα. Επιπλέον, τα νέα στοιχεία ενισχύουν το γεγονός ότι ο ριβότυπος 027 του C. Difficile (PCR-ribotype 027), ένας από τους πλέον λοιμογόνους PCR-ριβότυπους που σχετίζεται με τις περιπτώσεις επιδημίας από C. Difficile, είναι ο πιο κοινός στην Ευρώπη. Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά δοκιμασιών για λοίμωξη από C. Difficile είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά επιδημίας από το στέλεχος C. difficile.

"Οι χώρες με υψηλό επίπεδο ευαισθητοποίησης ως προς τη λοίμωξη από C. Difficile, κατάφεραν, κατά πάσα πιθανότητα, να μειώσουν τα περιστατικά εμφάνισης επιδημίας που σχετίζεται με τα πιο λοιμογόνα στελέχη του C. difficile βελτιώνοντας την έγκαιρη διάγνωση της ενδονοσοκομειακής λοίμωξης, δήλωσε ο καθηγητής Mark Wilcox, καθηγητής Ιατρικής Μικροβιολογίας στα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία του Leeds και στο Πανεπιστήμιο του Leeds. «Αυτή η μελέτη τονίζει τη σημασία βελτίωσης της διαδικασίας εργαστηριακών εξετάσεων στα νοσοκομεία για λοίμωξη από C. Difficile προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της αυξανόμενης συχνότητας εμφάνισης λοίμωξης από C. Difficile σε ολόκληρη την Ευρώπη."

Στην Ευρωπαϊκή πολυκεντρική, προοπτική, εξαμηνιαία μελέτη επιπολασμού της λοίμωξης από Clostridium difficile σε νοσοκομειακούς ασθενείς με διάρροια (EUCLID) συμμετείχαν 482 νοσοκομεία από 20 Ευρωπαϊκές χώρες.

Τα πλήρη αποτελέσματα συγκρίνουν τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν σε διάρκεια δύο ημερών, το χειμώνα 2012/13 και το καλοκαίρι του 2013. Κατά τη διάρκεια της κάθε ημέρας, τα νοσοκομεία που συμμετείχαν στη μελέτη έστελναν όλα τα δείγματα κοπράνων από ασθενείς με διάρροια στα αντίστοιχα εργαστήρια συντονισμού (NCLs) για την μελέτη EUCLID. Συνολικά, 7.181 δείγματα κοπράνων απεστάλησαν από τα νοσοκομεία που συμμετείχαν στη μελέτη.

Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης τονίζουν τις διαπιστωμένες πρόσφατες αλλαγές στην πολιτική και τη μεθοδολογία των δοκιμασιών για λοίμωξη από C. Difficile σε ολόκληρη την Ευρώπη, που αποτέλεσμα είχαν τη βελτίωση των πολιτικών ελέγχου και της επιλογής εργαστηριακών μεθόδων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ψευδώς θετικά ποσοστά μειώθηκαν στο διάστημα μεταξύ των δύο ημερών της μελέτης σε εκείνες τις χώρες όπου οι διαδικασίες και οι μέθοδοι εργαστηριακού ελέγχου είχαν βελτιωθεί. Παρά το γεγονός αυτό, περισσότερα από το 50% των νοσοκομείων εξακολουθούν να μην χρησιμοποιούν την ακριβέστερη διαδικασία ελέγχου για λοίμωξη από C. Difficile και περισσότερα από ένα στα πέντε (21,8%) δείγματα που βρέθηκαν θετικά για λοίμωξη από C. Difficile στο Εθνικό Εργαστήριο Συντονισμού (NCL) δεν είχε εξεταστεί τοπικά στο νοσοκομείο από το οποίο εστάλη. Επιπλέον, τα ευρήματα δείχνουν ότι πάνω από το ήμισυ (52,1%) των νοσοκομείων στην Ευρώπη πραγματοποιούν έλεγχο για λοίμωξη από C. Difficile μόνο κατόπιν αιτήματος από τον ιατρό.

«Οι κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν στα νοσοκομεία να πραγματοποιούν εργαστηριακό έλεγχο για λοίμωξη από C. Difficile σε όλες τις περιπτώσεις διάρροιας, όταν η αιτία δεν είναι σαφής. Ωστόσο, εξακολουθούμε να διαπιστώνουμε ένα κενό τόσο ως προς την έλλειψη κλινικής υποψίας όσο και ως προς και την έλλειψη εργαστηριακού ελέγχου για λοίμωξη από C. Difficile", σχολίασε ο καθηγητής Mark Wilcox. "Η λοίμωξη από C. Difficile είναι μια κατάσταση που προκαλεί σημαντική ταλαιπωρία στους ασθενείς και μεγάλη οικονομική επιβάρυνση για τα νοσοκομεία σε όλη την Ευρώπη. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο δράσης προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η διαχείριση και η πρόληψη των λοιμώξεων από C. Difficile".

Στην έρευνα συμμετείχαν από τη χώρα μας 21 νοσοκομεία και εξετάστηκαν 5.500 ασθενείς. Η κατάχρηση αντιβιοτικών ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την εμφάνιση του προβλήματος, επεσήμανε ο καθηγητής Παθολογίας κ. Χαράλαμπος Γώγος, Διευθυντής Παθολογικής Κλινικής και Τμήματος Λοιμώξεων νοσοκομείου Ρίο, και τόνισε ότι οι άρρωστοι που έχουν το συγκεκριμένο μικρόβιο πρέπει να απομονώνονται ώστε να μην διασπείρουν το μικρόβιο ενδονοσοκομειακά.

Περαιτέρω, μελέτες φάσης ΙΙΙ για την αντιμετώπιση του κλωστηριδίου του δύσκολου, που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες με CDI συνέκριναν την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του DIFICLIR σε δοσολογία 400mg/ημέρα από του στόματος έναντι Βανκομυκίνης σε δοσολογία 500mg/ημέρα από του στόματος (η οποία είναι και η μόνη εγκεκριμένη αγωγή για CDI), για μια περίοδο θεραπείας διάρκειας 10 ημερών, έδειξαν μη κατωτερότητα του DIFICLIR ως προς τη βανκομυκίνη (πρωτεύον τελικό σημείο) καθώς οι δύο θεραπείες πέτυχαν κλινική ίαση σε παρόμοιο ποσοστό ασθενών, αλλά και πιθανή υπεροχή του DIFICLIR ως προς τη βανκομυκίνη.

Η μελέτη EUCLID συντονίζεται από το Πανεπιστήμιο του Leeds, στο Ηνωμένο Βασίλειο, από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή Mark Wilcox, με την υποστήριξη της Βασικής Ομάδας EUCLID. Η μελέτη ξεκίνησε και επιχορηγήθηκε από την Astellas Pharma Europe Ltd.
    Στην κορυφή