ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΥΕΛΟΪΝΩΣΗΣ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
20/12/2013

Η μυελοΐνωση είναι μια σπάνια αιματολογική κακοήθεια που χαρακτηρίζεται από αλλοίωση (ίνωση) του μυελού των οστών και διογκωμένο σπλήνα (σπληνομεγαλία), καθώς και πιθανές επιπλοκές και συμπτώματα που περιλαμβάνουν κόπωση, πυρετό, νυχτερινή εφίδρωση, φαγούρα, πόνο στα οστά, κοιλιακό πόνο ή δυσφορία και απώλεια βάρους. Ιστορικά, οι ασθενείς με μυελοΐνωση έχουν φτωχή πρόγνωση και περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές.
«Τα δεδομένα από τις μελέτες COMFORT δείχνουν ότι μπορούμε να παρατείνουμε τη ζωή των ασθενών με μυελοΐνωση με το ruxolitinib, ανεξαρτήτως των μεταλλάξεων της νόσου και συγκριτικά με τις συμβατικές θεραπείες,» δήλωσε ο Δρ Alessandro M. Vannucchi του Τμήματος Αιματολογίας του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας της Ιταλίας και κύριος ερευνητής των μελετών. «Είναι ελπιδοφόρο το ότι αρχίσαμε και βλέπουμε τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της θεραπείας, η οποία έχει αλλάξει το θεραπευτικό τοπίο για την πλειονότητα των ασθενών με αυτή την απειλητική για τη ζωή ασθένεια.»
Συγκεκριμένα, στο συνέδριο παρουσιάστηκαν οι ακόλουθες αναλύσεις από το κλινικό πρόγραμμα COMFORT, οι οποίες δείχνουν το όφελος στη συνολική επιβίωση που προσφέρει το ruxolitinib σε ασθενείς με μυελοΐνωση:
• Στη μελέτη COMFORT-II, οι ερευνητές ανέλυσαν τις επιπτώσεις των μεταλλάξεων της νόσου στη μείωση του μεγέθους του σπλήνα, την ανάπτυξη αναιμίας και τη συνολική επιβίωση ασθενών με μυελοΐνωση που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib. Ασθενείς με συγκεκριμένες μεταλλάξεις της νόσου θεωρούνται υψηλού μοριακού κινδύνου και τείνουν να παρουσιάζουν μικρότερη συνολική επιβίωση και μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης λευχαιμίας σε σύγκριση με ασθενείς χωρίς τέτοιες μεταλλάξεις, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως χαμηλού μοριακού κινδύνου. Η ανάλυση έδειξε ότι το ruxolitinib έχει παρόμοια αποτελέσματα σε ασθενείς με ή χωρίς αυτές τις μεταλλάξεις, όσον αφορά στη μείωση κατά 35% ή περισσότερο του μεγέθους του σπλήνα, καθώς επίσης και στο όφελος επιβίωσης.
• Τα τριετή αποτελέσματα της μελέτης COMFORT-I έδειξαν ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε κατά 31% σε ασθενείς που αρχικά έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib, σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν το εικονικό φάρμακο. Στους ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο και μετέβησαν στο σκέλος της θεραπείας με ruxolitinib (μετάβαση την οποία επέτρεπε ο σχεδιασμός της μελέτης), ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε σε επίπεδα παρόμοια με αυτά των ασθενών που είχαν λάβει εξ αρχής το ruxolitinib, μετά από ένα μέσο διάστημα θεραπείας 104 εβδομάδων. Θρομβοκυτταροπενία και αναιμία 3ου και 4ου βαθμού παρατηρήθηκαν μόνο πολύ νωρίς (≤6 μήνες) στη θεραπεία με ruxolitinib και μειώθηκαν με τη μακροχρόνια θεραπεία.
• Συγκεντρωτικά αποτελέσματα των μελετών COMFORT-I και COMFORT-II, έδειξαν ότι o κίνδυνος θανάτου στα τρία έτη μειώθηκε κατά 35% σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib, σε σύγκριση με ασθενείς στην ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, σε όλους τους ασθενείς της μελέτης, το μεγάλο μέγεθος σπλήνα πριν τη θεραπεία συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου.
• Μία αναδρομική ανάλυση της πολυκεντρικής βάσης δεδομένων DIPSS συγκριτικά με την μελέτη COMFORT-II, έδειξε καλύτερη πρόγνωση για ασθενείς που έλαβαν αρχικά θεραπεία με ruxolitinib στη μελέτη COMFORT-II, σε σύγκριση με ασθενείς από την βάση δεδομένων. Η πιθανότητα 10ετούς επιβίωσης από την αρχική διάγνωση ήταν 28,6% στην COMFORT-II και 11,2% στην βάση DIPSS. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε στο μισό με τη χρήση του ruxolitinib στη θεραπεία ασθενών με πρωτοπαθή μυελοΐνωση.
Μελέτες COMFORT
Οι μελέτες COMFORT είναι τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες Φάσης ΙΙΙ που συγκρίνουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του ruxolitinib με τη συμβατική θεραπεία (εικονικό φάρμακο ή βέλτιστη διαθέσιμη θεραπεία) σε ασθενείς με πρωτοπαθή μυελοΐνωση ενδιάμεσου-2 κινδύνου ή υψηλού κινδύνου, και μυελοΐνωση μετά από αληθή πολυκυτταραιμία ή ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση.
Σχετικά με τη μυελοΐνωση
Η μυελοΐνωση είναι μια απειλητική για τη ζωή αιματολογική κακοήθεια με φτωχή πρόγνωση και περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Αναπτύσσεται όταν η ανεξέλεγκτη σηματοδότηση του μονοπατιού JAK – που ρυθμίζει την παραγωγή των κυττάρων του αίματος – αναγκάζει το σώμα να παράγει κύτταρα αίματος που δεν λειτουργούν σωστά, γεγονός που οδηγεί σε αλλοιώσεις του μυελού των οστών, διόγκωση του σπλήνα και άλλες σοβαρές επιπλοκές.
Μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς με μυελοΐνωση έχουν μικρό προσδόκιμο επιβίωσης, με διάμεση συνολική επιβίωση στα 5,7 έτη. Αν και η αλλογενής μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων μπορεί να θεραπεύσει τη μυελοΐνωση, η διαδικασία σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα, και είναι κατάλληλη για λιγότερους από το 5% των ασθενών που είναι νέοι και με επαρκή φυσική κατάσταση, ώστε να υποβληθούν στη διαδικασία.
Ρεπορτάζ υγείας
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΥΕΛΟΙΝΩΣΗΣ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
11/12/2014

«Τα έως τώρα δεδομένα της μελέτης JUMP ενισχύουν τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το ruxolitinibστην θεραπεία της μυελοΐνωσης, μιας απειλητικής για τη ζωή και εξαντλητικής αιματολογικής κακοήθειας με περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές,» δήλωσε η Δρ. Haifa Kathrin Al-Ali, από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας στη Γερμανία. «Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν την πραγματική εμπειρία περισσότερων από 1.000 ασθενώνμε τη νόσο, ενώ επιβεβαιώνουν περαιτέρω την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του ruxolitinib ως μίας σημαντικής θεραπείας για την μυελοΐνωση.»
Περισσότερες από 50 παρουσιάσεις έγιναν στο ASH για το ruxolitinib, συμπεριλαμβανομένων τριών προφορικών παρουσιάσεων που διερεύνησαν συνδυασμούς του ruxolitinib με διάφορα ερευνητικά σκευάσματα, αξιολογώντας τη δυνατότητα ταυτόχρονης στόχευσης πολλαπλών καρκινικών μονοπατιών που ενδέχεται να εμπλέκονται στην παθογένεση της μυελοΐνωσης.
Για τη μελέτη JUMP
Η μελέτη JUMP αποτελεί μία μελέτη διευρυμένης πρόσβασης Φάσης IIIb, για χώρες δίχως δυνατότητα πρόσβασης στο ruxolitinib εκτός κλινικών μελετών. Η ανοικτή, πολυκεντρική μελέτη ανέλυσε 1.144 πάσχοντες από μυελοϊνωση, οι οποίοι λάμβαναν εναρκτήριες δόσεις των 5, 15 ή 20 mg ruxolitinib δύο φορές την ημέρα, βάσει των επιπέδων των αιμοπεταλίων στην αρχική μέτρηση. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η αξιολόγηση της ασφάλειας και της ανεκτικότητας του ruxolitinib. Έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2014, 2.138 ασθενείς είχαν ενταχθεί σε περισσότερα από 200 κέντρα σε 25 χώρες, και η τελική ανάλυση των δεδομένων θα γίνει αφού όλοι οι ασθενείς συμπληρώσουν 24 μήνες θεραπείας ή διακόψουν τη θεραπεία λόγω εμπορικής διαθεσιμότητας.
Συνολικά, το προφίλ ασφαλείας και αποτελεσματικότητας του ruxolitinib ήταν συνεπές με τις προγενέστερες μελέτες. Οι πιο συχνές αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες (AE) Βαθμού 3 ή 4 ήταν αναιμία (33%) και θρομβοκυτταροπενία (12,5%). Ωστόσο, σπανίως οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας. Οι πιο συχνές μη αιματολογικές ΑΕ ήταν διάρροια (14,5%), πυρετός (13,3%), κόπωση (12,9%) και αδυναμία (12,5%), οι οποίες ήταν πρωτίστως Βαθμού 1 ή 2.
Επίσης στο ASH: Πρωτοποριακή Έρευνα Ασθενών και Γιατρών για τα ΜΥΝ
Στο ίδιο συνέδριο παρουσιάσθηκαν ξεχωριστά για πρώτη φορά αποτελέσματα της νέας έρευνας σε γιατρούς και ασθενείς για τα μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσματα(ΜΥΝ), μία ομάδα σχετιζόμενων αιματολογικών κακοηθειών που συμπεριλαμβάνουν τη μυελοίνωση. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των συμπτωμάτων και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών αποτελούν ουσιαστικούς στόχους στη διαχείριση της νόσου, προκειμένου να βελτιωθεί η γενική υγεία των πασχόντων από μυελοΐνωση.
Το 81% των ασθενών με μυελοΐνωση που συμμετείχαν ανέφεραν ότι τα σχετιζόμενα με την ασθένειά τους συμπτώματα μειώνουν την ποιότητα ζωής τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών (81%) ανέφεραν επίσης πως η κόπωση ήταν το πιο σοβαρό και συχνό σύμπτωμα που βίωναν. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες γιατρούς, η κόπωση, καθώς και το άλγος και ο πόνοςστην κοιλιακή χώρα, έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών με μυελοΐνωση. Συγκεκριμένα, τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί συμφώνησαν ότι η κόπωση αποτελεί το πιο επείγον σύμπτωμα που θα ήθελαν να αντιμετωπίσουν οι πάσχοντες από μυελοΐνωση.
Η έρευνα, με την ονομασία MPN Landmark Survey, αποτελεί την πρώτη μεγάλη δημοσκόπηση που διεξήχθη στις ΗΠΑ, στην οποία συμμετείχαν τόσο οι θεράποντες γιατροί, όσο και οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν ένα από τα τρία ΜΥΝ, συμπεριλαμβανομένης της μυελοΐνωσης(MF), της αληθούς πολυκυτταραιμίας (PV) και τηςιδιοπαθούς θρομβοκυτταραιμίας (ΕΤ). Στη έρευνα, που διεξήχθη μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2014, συμμετείχαν 457 γιατροί και 813 ασθενείς (MF = 207, PV = 380, ET = 226), οι οποίοι συμπλήρωσαν ένα διαδικτυακό ερωτηματολόγιο των 59 έως 65 ερωτήσεων (αναλόγως με το ΜΥΝ). Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για τον συνολικό αντίκτυπο της νόσου και των συμπτωμάτων στην ποιότητα ζωής, την παραγωγικότητα και τις καθημερινές δραστηριότητες.
Για τη μυελοΐνωση
Η μυελοΐνωση είναι μία σπάνια, απειλητική για τη ζωή αιματολογική κακοήθεια, που υπολογίζεται ότι προσβάλλει περίπου 1 ανά 133.000 ανθρώπους. Η νόσος αναπτύσσεται όταν η ανεξέλεγκτη σηματοδότηση του μονοπατιού JAK που ρυθμίζει την παραγωγή των κυττάρων του αίματος, αναγκάζει τον οργανισμό να παράγει κύτταρα αίματος που δεν λειτουργούν σωστά, γεγονός που οδηγεί σε αλλοιώσεις του μυελού των οστών, διόγκωση του σπλήνα, καθώς και σε άλλες σοβαρές επιπλοκές και εξαντλητικά συμπτώματα.
Μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς με μυελοΐνωση έχουν μικρό προσδόκιμο επιβίωσης, με διάμεση συνολική επιβίωση τα 5,7 έτη. Αν και η αλλογενής μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων ενδέχεται να θεραπεύσει τη νόσο, η διαδικασία σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα, και είναι κατάλληλη γιαλιγότερους από το 5% των ασθενών οι οποίοι είναι νέοι και με επαρκή φυσική κατάσταση ώστε να υποβληθούν σε αυτή. Οι υπάρχουσες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη μυελοΐνωση στοχεύουν στη μείωση του μεγέθους του σπλήνα, την άμβλυνση των συμπτωμάτων, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την μείωση του κινδύνου επιπλοκών.
Για το ruxolitinib
Το ruxolitinib (Jakavi) είναι ένας από του στόματος αναστολέας των κινασών της τυροσίνης JAK 1 και JAK 2. Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Αύγουστο του 2012 για τη θεραπεία της σχετικής με τη νόσο σπληνομεγαλίας ή συμπτωμάτων, σε ενήλικες ασθενείς με πρωτοπαθή μυελοΐνωση (επίσης γνωστή ως χρόνια ιδιοπαθής μυελοΐνωση), μυελοΐνωση μετά από αληθή πολυκυτταραιμία ή μυελοΐνωση μετά από ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση. Το ruxolitinib είναι εγκεκριμένο σε περισσότερες από 70 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Καναδά, της Ιαπωνίας και ορισμένων κρατών της Ασίας, της Λατινικής και της Νότιας Αμερικής.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ