Αρτηριακά ανευρύσματα: Πόσο επικίνδυνα είναι;


Ενα από τα πιο σημαντικά και επίφοβα κλινικά προβλήματα του καρδιαγγειακού συστήματος είναι τα ανευρύσματα του αρτηριακού δέντρου. Ως ανεύρυσμα θα μπορούσε να οριστεί η παθολογική αύξηση της διαμέτρου του αυλού ενός αγγείου. Κύριες εντοπίσεις είναι η θωρακική και κοιλιακή αορτή καθώς και τα αγγεία της εγκεφαλικής κυκλοφορίας. Δεν προκαλούν πάντα συμπτωματολογία, οπότε και η παρουσία τους αποκαλύπτεται σε τυχαίο απεικονιστικό έλεγχο για άλλοτε άλλο λόγο.

Τα πιο συχνά ανευρύσματα είναι αυτά της αορτής, της μεγαλύτερης δηλαδή αρτηρίας του ανθρώπινου σώματος. Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής συνιστούν αιτία για το 1,3% των θανάτων σε άνδρες ηλικίας 65-85 ετών στις αναπτυγμένες χώρες. Είναι συχνότερα στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες και πιο σπάνια στους ασιατικούς λαούς. Αντίθετα, τα ανευρύσματα της θωρακικής αορτής παρατηρούνται με την ίδια συχνότητα και στα δύο φύλα, ενώ ευθύνονται μόλις για το 0,01% των θανάτων. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή τους θεωρούνται το οικογενειακό ιστορικό, το άρρεν φύλο, το κάπνισμα. Στα αίτια των ανευρυσμάτων της θωρακικής αορτής συμπεριλαμβάνονται συγγενείς παθήσεις όπως τα σύνδρομα Marfan και Turner, η δίπτυχη αορτική βαλβίδα, ενώ η αρτηριοσκλήρυνση και παλαιότερα λοιμώξεις από σύφιλη και μύκητες θεωρούνται βασικά επίκτητα αίτια των ανευρυσμάτων της αορτής. Η διάγνωση τίθεται όταν η διάμετρος του αγγείου ξεπεράσει τα 3 cm. Εξέταση εκλογής για τη διάγνωση θεωρείται η αξονική τομογραφία με τη χρήση σκιαγραφικού παράγοντα, καθότι παρέχει σημαντικές ανατομικές πληροφορίες σχετικές με το μέγεθος και την έκταση του ανευρύσματος.

Η τακτική παρακολούθηση του ασθενούς γίνεται με το υπερηχογράφημα που είναι μια αξιόπιστη εξέταση και επιπλέον δεν εκθέτει τον εξεταζόμενο σε ιοντίζουσα ακτινοβολία. Ασθενείς με ανευρύσματα θωρακικής αορτής προτείνεται να παρακολουθούνται ανά 6-12 μήνες, ενώ άτομα με ανευρύσματα κοιλιακής αορτής πάνω από 5 cm θα πρέπει να ελέγχονται ανά τρίμηνο. Ο ετήσιος κίνδυνος ρήξης για τα ανευρύσματα κοιλιακής αορτής διαμέτρου 5-6 cm κυμαίνεται μεταξύ 3-15%, ενώ για τα αντίστοιχης διαμέτρου της θωρακικής αορτής ο κίνδυνος είναι 3%. Θεραπευτικά οι επιλογές αφορούν χειρουργική αντιμετώπιση των ανευρυσματικών αγγείων, ενώ τα τελευταία χρόνια σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στον τομέα των ενδοαυλικών παρεμβάσεων με stents. Πρόκειται για τεχνικές με λιγότερο περιεγχειρητική θνησιμότητα και νοσηρότητα συγκριτικά με το ανοιχτό χειρουργείο. Με τα σύγχρονα δεδομένα, οι συστάσεις για επιδιόρθωση αναφέρονται σε ανευρύσματα κοιλιακής αορτής πάνω από 5 cm και για ανευρύσματα θωρακικής αορτής 6 cm καθώς και σε ανευρύσματα με ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο από 0,5 cm ετησίως.

Βέβαια, ανευρύσματα είναι δυνατό να εντοπιστούν και σε άλλες θέσεις του αρτηριακού μας δένδρου. Ετσι μια άλλη ομάδα ανευρυσμάτων συνιστούν και αυτά που αφορούν τα ενδοκρανιακά αγγεία, των οποίων η αιτιοπαθογένεια και η πρόγνωση διαφέρει από τα αορτικά. Η συχνότητα των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων είναι περίπου 2,3%, με την πλειονότητά τους να είναι μικρά σε μέγεθος και αφορούν κυρίως την οπίσθια κυκλοφορία του εγκεφαλικού αρτηριακού συστήματος. Σαν προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξή τους θα μπορούσαν να αναφερθούν η ηλικία, το θήλυ φύλο, το κάπνισμα, η αρτηριακή υπέρταση, η κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, η πολυκυστική νεφρική νόσος όπως επίσης και το οικογενειακό ιστορικό με υπαραχνοειδή αιμορραγία. Ο κίνδυνος ρήξης τους φαίνεται σύμφωνα με διάφορες μελέτες να είναι περίπου 1% ετησίως, γεγονός που εξαρτάται από το μέγεθος του ανευρύσματος κατά κύριο λόγο καθώς και από την ηλικία, το θήλυ φύλο, το κάπνισμα και την πληθυσμιακή ομάδα (αυξημένα ποσοστά σε Φινλανδία - Ιαπωνία). Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν νευροχειρουργικές επεμβάσεις (clipping) και ενδοαυλικές παρεμβάσεις(coiling), οι οποίες όμως δεν είναι άμοιρες επιπλοκών (6%), ιδίως για τα μεγαλύτερα σε μέγεθος ανευρύσματα.

Η απόφαση για τη θεραπεία τους βασίζεται στο προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς, στο μέγεθος και στην εντόπιση του ανευρύσματος. Τακτική παρακολούθηση συνίσταται προκειμένου να διαπιστωθούν τυχόν αλλαγές στη διάμετρό τους.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

    Στην κορυφή