ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΜΕ ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
08/03/2017

Το blinatumomab είναι ένα ειδικά κατασκευασμένο αμφιειδικό (bispecific) αντίσωμα στρατολόγησης Τ-κυττάρων (BiTE®) που συνδέεται ειδικά στο CD19 και το CD3. Είναι το πρώτο ειδικά κατασκευασμένο αμφιειδικό (bispecific) αντίσωμα με την πλατφόρμα BiTE® της Amgen, το οποίο βοηθά το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού να στοχεύσει τα καρκινικά κύτταρα και αντιπροσωπεύει ένα εντελώς νέο πεδίο ογκολογικής έρευνας. Τα ειδικά κατασκευασμένα αντισώματα BiTE® διερευνώνται επί του παρόντος ως προς το δυναμικό τους στην αντιμετώπιση ενός ευρέος φάσματος καρκίνων.
«Ιστορικά, οι ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική ΟΛΛ έχουν πτωχή πρόγνωση, με συνολική επιβίωση τεσσάρων μόνο μηνών με τη συνήθη χημειοθεραπεία», δήλωσε ο Max S. Topp, M.D., Καθηγητής και Επικεφαλής Αιματολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου στο Wuerzburg, της Γερμανίας. «Τα ευρήματα από αυτή τη μελέτη άμεσης σύγκρισης κατέδειξαν ότι το blinatumomab σχεδόν διπλασίασε τη διάμεση συνολική επιβίωση από 4 σε 7,7 μήνες, προσφέροντας σε αυτούς τους ασθενείς υψηλού κινδύνου μία εναλλακτική στη χημειοθεραπεία, η οποία παράλληλα είναι καινοτόμος, αποτελεσματική και για την οποία υπήρχε μεγάλη ανάγκη».
Το όφελος του blinatumomab ως προς την επιβίωση ήταν ανεξάρτητο της αλλογενούς μεταμόσχευσης βλαστικών κυττάρων (allogeneic stem cell transplantation: alloSCT) καθώς η διάμεση OS ήταν 6,9 μήνες για το blinatumomab έναντι 3,9 μηνών για τη SOC. Η βελτίωση της OS ήταν σε γενικές γραμμές σταθερή, ανεξάρτητα από την ηλικία, την προηγούμενη θεραπεία διάσωσης ή την προηγούμενη αλλογενή SCT. Η τάξη μεγέθους αυτού του οφέλους φάνηκε να είναι μεγαλύτερη στις πρώιμες γραμμές θεραπείας διάσωσης. Ουδετεροπενία και λοίμωξη βαθμού 3 και άνω εμφανίστηκαν λιγότερο συχνά με το blinatumomab σε σύγκριση με τη SOC, ενώ τα νευρολογικά συμβάντα εμφανίστηκαν σε παρόμοια ποσοστά μεταξύ των σκελών.
«Οι ενήλικες με αρνητική για το χρωμόσωμα Philadelphia, υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική Β-πρόδρομη ΟΛΛ έχουν επείγουσα ανάγκη νέων θεραπευτικών επιλογών», δήλωσε ο Hagop M. Kantarjian, M.D., Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Λευχαιμίας στο MD Anderson Cancer Center του Πανεπιστημίου του Τέξας, στο Χιούστον του Τέξας. «Τα αποτελέσματα από τη μελέτη TOWER ενισχύουν τη δυναμική αυτής της ανοσοθεραπείας που αποτελείται από έναν μόνο αμφιειδικό αντίσωμα στρατολόγησης, η οποία βοήθησε ένα υψηλότερο ποσοστό ασθενών να επιτύχει μοριακή ανταπόκριση (minimal residual disease: MRD response) έναντι της συνήθους χημειοθεραπείας, επισημαίνοντας το βάθος και την ποιότητα των υφέσεων που επιτυγχάνονται».
Η αξιολόγηση των βασικών δευτερευόντων τελικών σημείων κατέδειξε ότι τα ποσοστά ύφεσης ήταν επίσης υψηλότερα με το blinatumomab έναντι της SOC. Στην ομάδα του blinatumomab, το 34% των ασθενών πέτυχαν πλήρη ύφεση έναντι του 16% στην ομάδα της SOC. Οι ασθενείς που έλαβαν blinatumomab είχαν επίσης υψηλότερα ποσοστά συνδυαστικής πλήρους ύφεσης ή πλήρους ύφεσης με μερική ή ατελή αιματολογική αποκατάσταση (44% έναντι 25%).
Μεταξύ των ασθενών με πλήρη ύφεση ή πλήρη ύφεση με μερική ή ατελή αιματολογική αποκατάσταση, το 76% στην ομάδα του blinatumomab έναντι του 48% στην ομάδα της SOC πέτυχαν αρνητική MRD, ένας δείκτης εκρίζωσης της υπολειμματικής νόσου σε μοριακό επίπεδο. Επίσης μεταξύ αυτών των ασθενών, η διάμεση διάρκεια της ύφεσης ήταν 7,3 μήνες στην ομάδα του blinatumomab έναντι 4,6 μηνών στην ομάδα της SOC. Για το βασικό δευτερεύον τελικό σημείο, που αφορά την αποτελεσματικότητα στην επιβίωση χωρίς συμβάντα, οι εξαμηνιαίες εκτιμήσεις στις ομάδες του blinatumomab και της χημειοθεραπείας ήταν 30,7% και 12,5%, ενώ η αναλογία κινδύνου (HR) ήταν 0,55 (95 CI: 0,43, 0,71), ευνοϊκή για το blinatumomab.
«Ως η πρώτη μελέτη μίας ανοσοθεραπείας που επέδειξε όφελος ως προς τη συνολική επιβίωση σε ενηλίκους ασθενείς με αρνητική για το χρωμόσωμα Philadelphia, υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική Β-πρόδρομη ΟΛΛ, η μελέτη TOWER αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προόδου στην κατανόηση αυτής της επιθετικής, ιδιαιτέρως ορφανής νόσου», δήλωσε ο Sean E. Harper, M.D., Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Έρευνας και Ανάπτυξης της Amgen. «Όπως καταδεικνύεται από τα δεδομένα που δημοσιεύθηκαν σήμερα στο New England Journal of Medicine, το blinatumomab αποδεδειγμένα βελτίωσε τη συνολική επιβίωση, αύξησε τα ποσοστά ύφεσης και μείωσε την ελάχιστη υπολειμματική νόσο σε εκείνους τους ασθενείς υψηλού κινδύνου που προηγουμένως είχαν περιορισμένες αποτελεσματικές επιλογές».
Τα αποτελέσματα ασφαλείας μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν blinatumomab ήταν συγκρίσιμα με εκείνα που παρατηρήθηκαν στις μελέτες Φάσης 2 σε ενηλίκους ασθενείς με αρνητική για το χρωμόσωμα Philadelphia, υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική Β-πρόδρομη ΟΛΛ. Από τα πιο συχνά εμφανιζόμενα ανεπιθύμητα συμβάντα (ποσοστό επίπτωσης ≥10%) στο σκέλος του blinatumomab, μόνο τρία (βήχας, πυρεξία, σύνδρομο απελευθέρωσης κυτταροκινών) παρουσιάστηκαν με υψηλότερη συχνότητα (τουλάχιστον κατά 5%) για το blinatumomab σε σύγκριση με εκείνο για τη συνήθη χημειοθεραπεία.
Η ΟΛΛ είναι ένας σπάνιος και ταχέως εξελισσόμενος καρκίνος του αίματος και του μυελού των οστών. Οι ενήλικοι ασθενείς που διαγιγνώσκονται με αρνητική για το χρωμόσωμα Philadelphia, Β-πρόδρομη ΟΛΛ, είναι συχνά νέοι, με διάμεση ηλικία 34-39 ετών κατά τη διάγνωση. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει κάποιο ευρέως αποδεκτό σχήμα θεραπείας για ενηλίκους ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική ΟΛΛ πέρα από τη χημειοθεραπεία. Οι ενήλικοι ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική ΟΛΛ συνήθως έχουν πολύ πτωχή πρόγνωση, με διάμεση επιβίωση από τρεις έως πέντε μήνες.
Σχετικά με τη μελέτη TOWER
Η μελέτη TOWER ήταν μία τυχαιοποιημένη, ανοιχτή κλινική μελέτη Φάσης 3 για τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του blinatumomab έναντι συνήθους χημειοθεραπείας σε 405 ενηλίκους ασθενείς με αρνητική για το χρωμόσωμα Philadelphia, υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική Β-πρόδρομη ΟΛΛ. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 2:1 για να λαμβάνουν blinatumomab (n=271) ή θεραπεία της επιλογής του ερευνητή μεταξύ ενός από τέσσερα καθοριζόμενα στο πρωτόκολλο σχήματα συνήθους χημειοθεραπείας (n=134). Το κύριο καταληκτικό σημείο ήταν η συνολική επιβίωση (OS). Σημαντικά δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία περιλάμβαναν την πλήρη ύφεση εντός 12 εβδομάδων, το συνδυασμό της πλήρους ύφεσης και της πλήρους ύφεσης με μερική ή ατελή αιματολογική αποκατάσταση και την επιβίωση χωρίς συμβάντα. Άλλα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία περιλάμβαναν τη διάρκεια της ύφεσης, τη μοριακή ύφεση (MRD remission: <10–4), καθώς και το ποσοστό ασθενών που οδηγήθηκαν σε αλλογενή μεταμόσχευση.