ΕΕΜΥΥ: ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΝΕΑ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ


Προτάσεις για το ΕΣΥ και την Υγεία στη χώρα μας κατέθεσε η Ελληνική Εταιρεία Management Υπηρεσιών Υγείας στο 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Management Υπηρεσιών Υγείας και Κοινωνικής Φροντίδας, που διοργανώθηκε από την Εταιρεία (ΕΕΜΥΥ), με τη συνεργασία και άλλων επιστημονικών φορέων, υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Υγείας . Στη διάρκεια του συνεδρίου παρουσιάσθηκαν 92 εργασίες και εισηγήσεις, σε 11 θεματικές ενότητες. Από τα στοιχεία που εκτέθηκαν και τις συζητήσεις μεταξύ των ακαδημαϊκών, διοικητικών παραγόντων και εργαζομένων στον υγειονομικό τομέα προέκυψαν τα συμπεράσματα για τη σημερινή κατάσταση στη χώρα μας, αλλά και προτάσεις της Εταιρείας:

1. Εθνική Στρατηγική για την Υγεία
Από την ψήφιση του ιδρυτικού νόμου του ΕΣΥ (1397/1983) δεν υπήρξε οποιαδήποτε προσπάθεια διατύπωσης μιας Εθνικής Στρατηγικής για την Υγεία, με εξαίρεση την ημιτελή απόπειρα της περιόδου 2000-2002 που ματαιώθηκε.

Η χώρα δεν διαθέτει επεξεργασμένη πολιτική υγείας, δεν έχει θέσει προτεραιότητες και δεν επιδιώκει συγκεκριμένους υγειονομικούς στόχους. Δεν υλοποιείται κάποιο αναπτυξιακό σχέδιο, ούτε συλλέγονται πολύτιμα στατιστικά στοιχεία και πληροφορίες, που θα επέτρεπαν την αξιόπιστη αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης και τον προγραμματισμό μελλοντικών δράσεων.

Στον δημόσιο τομέα, το διοικητικό πρότυπο είναι παντελώς αναποτελεσματικό, επιτρέποντας την κατασπατάληση των πόρων υγείας, με ταυτόχρονη υποβάθμιση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών. Τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχει πλήρης έλλειψη ποιοτικής αξιολόγησης των υπηρεσιών και των επαγγελματιών υγείας.

Ο τομέας υγείας παραμένει ιατροκεντρικός, εξυπηρετώντας πρωταρχικά τα συμφέροντα συγκεκριμένων κατηγοριών επαγγελματιών. Ταυτόχρονα, το σύστημα υγείας είναι νοσοκομειοκεντρικό, αγνοώντας την αγωγή και προαγωγή υγείας, την πρόληψη και την πρωτοβάθμια εξωνοσοκομειακή περίθαλψη. Συμπερασματικά, το σημερινό υγειονομικό σύστημα δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών, είναι πανάκριβο, σπάταλο και αναποτελεσματικό, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε περαιτέρω υποβάθμιση των δεικτών υγείας του πληθυσμού.

Πρόταση

Για την αναστροφή της σημερινής, αδιέξοδης κατάστασης, δεν επαρκεί η λήψη αποσπασματικών πυροσβεστικών μέτρων. Αποτελεί επιτακτική ανάγκη η άμεση επεξεργασία και διατύπωση ενός Εθνικού Σχεδίου Υγειονομικού Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης, με τη συμμετοχή όσων πολιτικών, επιστημονικών και κοινωνικών φορέων προθυμοποιούνται και όλων των εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων, των οποίων οι απόψεις είναι πολύτιμες και απαραίτητες. Το Σχέδιο αυτό θα πρέπει να προσλάβει νομοθετική ισχύ από μια διευρυμένη, διακομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και η εφαρμογή του να καταστεί υποχρεωτική εντός του προσεχούς έτους.

2. Νέος Βασικός Νόμος-Κώδικας για την Υγεία
Από τον ιδρυτικό νόμο του ΕΣΥ (1397/83) ισχύουν σήμερα μόνον οι πλέον παρωχημένες και αντιαναπτυξιακές διατάξεις. Κατά την περίοδο 1982-2010 ψηφίσθηκαν στη Βουλή σαράντα δύο(42) νόμοι του ΥΥΚΑ, η πλειοψηφία των οποίων τιτλοφορήθηκε με λέξεις όπως «ανάπτυξη, εκσυγχρονισμός, αναδιοργάνωση, αποκατάσταση, βελτίωση, μεταρρύθμιση, αναβάθμιση» του ΕΣΥ ή περιελάμβανε μακροσκελή κεφάλαια με ασαφή και αποπροσανατολιστικό τίτλο «…και άλλες διατάξεις». Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για αλλεπάλληλες ψηφοθηρικές ρυθμίσεις, που ταυτόχρονα οδηγούσαν στην οργανωτική και διοικητική απορρύθμιση των μονάδων και στην ποιοτική υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας. Οι τραγελαφικές διατάξεις της τελευταίας τριετίας είναι μόνο το επιστέγασμα μιας συνεχούς καθοδικής πορείας 25 σχεδόν χρόνων.

Πρόταση

Για την υλοποίηση της νέας εθνικής υγειονομικής στρατηγικής απαιτείται η σύνταξη νέου Βασικού Νόμου-Κώδικα για την Υγεία, με ταυτόχρονη κατάργηση του Ν. 1397/83 και όλων των μεταγενέστερων νομοθετικών ρυθμίσεων. Ο νόμος αυτός πρέπει να ενσωματώνει την επιστημονική οργάνωση και διοίκηση του υγειονομικού συστήματος, με τρόπο που το τελευταίο θα καθίσταται ασθενοκεντρικό, δηλαδή χρήσιμο, ποιοτικό, αποδοτικό, προσβάσιμο και οικείο στους πολίτες.


3. Εξορθολογισμός Οικονομικής Λειτουργίας

Οι συνολικές δαπάνες υγείας αυξάνονταν συνεχώς κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, ενώ οι δείκτες υγείας, η ποιότητα των υπηρεσιών και η ικανοποίηση των χρηστών μειώθηκαν δραματικά στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα συγκαταλέγονται στις 4 υψηλότερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (2009), ενώ κατά την δεκαετία 1997-2007 ο ετήσιος ρυθμός αύξησής τους ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των 30 ανεπτυγμένων χωρών. Οι ιδιωτικές πληρωμές των πολιτών συγκρίνονται μόνο με τις αντίστοιχες χωρών που δεν διαθέτουν εθνικά συστήματα και οι άμεσες πληρωμές, ως ποσοστό της οικογενειακής κατανάλωσης, κατείχαν την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ήδη το 2007. Την ίδια χρονιά η φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν μεγαλύτερη κατά 60% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ και οι μαγνητικές τομογραφίες ανά 1.000 κατοίκους ήταν υπερδιπλάσιες του μέσου όρου, περισσότερες απ΄ ότι στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, Ολλανδία, Καναδά, Αυστραλία κ.λπ.

Πρόταση

Πέραν της διαπιστωμένης κατασπατάλησης των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων, η οικονομική κρίση επιβάλλει πλήρη περικοπή των περιττών δαπανών υγείας και ορθολογική αξιοποίηση των αναγκαίων. Παράλληλα, όμως, και με δεδομένο ότι πρέπει να διατηρηθεί το Κράτος Πρόνοιας, θεωρείται λανθασμένη η τακτική των οριζόντιων περικοπών αδιακρίτως, χωρίς στάθμιση της σημασίας κάθε δαπάνης για το επίπεδο υγείας του πληθυσμού και χωρίς επιστημονική διοίκηση του υγειονομικού συστήματος.

Είναι επιβεβλημένη η άμεση ενιαιοποίηση του σκέλους της χρηματοδότησης, με ένα φορέα συγκέντρωσης όλων των πόρων, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών των επαγγελματιών υγείας, και διάθεσης με συγκεκριμένα κριτήρια ποιότητας και αποτελεσματικότητας.
Με βάση διεθνείς δείκτες πρέπει να καθορισθούν οι πράγματι αναγκαίες αριθμητικές αναλογίες ιατρικού, νοσηλευτικού, διοικητικού και λοιπού επιστημονικού προσωπικού, ανά μέγεθος και είδος κρατικής μονάδας υγείας. Για τις ξενοδοχειακές υπηρεσίες και την τεχνική συντήρηση πρέπει να γενικευθεί ο θεσμός της εξωτερικής υποστήριξης (outsourcing).
Κρίσιμο εργαλείο είναι η πραγματική κοστολόγηση των υπηρεσιών υγείας, είτε πρόκειται για ιατρικές πράξεις, είτε για κόστος νοσηλείας, εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, φαρμακοθεραπείας κ.λπ. Προϋπόθεση επιτυχίας είναι η πραγματοποίηση του έργου από αντικειμενικούς επιστήμονες κοστολόγους (με τη βοήθεια υγειονομικών) και όχι από τους άμεσα εμπλεκόμενους.

Οι προμήθειες του υγειονομικού συστήματος (πλην υπηρεσιών) πρέπει να διενεργούνται κεντρικά, από εξειδικευμένη κρατική Α.Ε., στελεχωμένη με έμπειρους managers νοσοκομείων, κοστολόγους, βιοϊατρικούς μηχανικούς, πληροφορικούς υγείας, ιατρούς, φαρμακοποιούς, νοσηλευτές κ.λπ., συνεργαζόμενη στενά με αντίστοιχους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, από τους οποίους μπορούν να μετακαλούνται εξειδικευμένα στελέχη.
Οι νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί πρέπει να είναι πραγματικοί, περιλαμβάνοντας οπωσδήποτε το εργασιακό κόστος, που είναι και ο μεγαλύτερος συντελεστής των συνολικών νοσοκομειακών δαπανών, με βάση τις οποίες πρέπει να καθορίζονται οι τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών από κάθε μονάδα και να πραγματοποιούνται οι διανοσοκομειακές και διατμηματικές συγκρίσεις.

Το «διπλογραφικό» σύστημα Γενικής Λογιστικής δεν επαρκεί, αν δεν τηρείται Αναλυτική Λογιστική (με κέντρα κόστους), ώστε να είναι εφικτή η πραγματική κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ανά τμήμα και ο εντοπισμός των προσωπικά υπεύθυνων για τις αποκλίσεις, θετικών ή αρνητικών.

Η διάχυση και χρήση της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας πρέπει να υπακούει σε εθνικό (πληθυσμιακό και γεωγραφικό) καταμερισμό και να εξασφαλίζεται η άριστη αξιοποίησή της, με ευθύνη των αρμόδιων επαγγελματιών υγείας, στους οποίους πρέπει να δοθούν ανάλογα κίνητρα.

Η πλήρης ηλεκτρονικοποίηση της νοσοκομειακής λειτουργίας και γενικότερα όλων των εκφάνσεων των υπηρεσιών υγείας είναι η κύρια, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση εξορθολογισμού των οικονομικών της υγείας, με ταυτόχρονη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών στους πολίτες. Το υγειονομικό σύστημα μπορεί να γίνει ασθενοκεντρικό, προς όφελος του πολίτη, μόνο με τη γενικευμένη αξιοποίηση της Πληροφορικής Υγείας.


4. Ζητήματα Υγειονομικού Προσωπικού
Η Ελλάδα διαθέτει παγκοσμίως τη μεγαλύτερη αναλογία Ιατρών/Πληθυσμού (2007), με 74% περισσότερους ιατρούς από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, 125% περισσότερους από τις ΗΠΑ και 145% περισσότερους από τον Καναδά. Αυτό το υπερβάλλον ιατρικό δυναμικό αναζητεί εισόδημα και ασκεί εύλογα ποικιλόμορφες πιέσεις για τη δημιουργία νομιμοφανών ή ευθέως παράνομων ιατρικών αμοιβών (διορισμοί υπεράριθμων στο ΕΣΥ, συμβάσεις υπεράριθμων με τα ασφαλιστικά ταμεία, προκλητή ζήτηση υπηρεσιών, άσκοπη συνταγογραφία, «φακελάκι» κ.λπ.), με μετατροπή πόρων υγείας σε βάρος άλλων, κρίσιμων αναγκών του υγειονομικού συστήματος και του πληθυσμού. Ανάλογα φαινόμενα επαγγελματικού πληθωρισμού ισχύουν στον οδοντιατρικό και φαρμακευτικό κλάδο.
Αντίθετα, η Ελλάδα υστερεί δραματικά σε νοσηλευτικό προσωπικό, με αναλογία προς τον πληθυσμό μικρότερη του 67% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, 114% μικρότερη της Ελβετίας και 900% μικρότερη της Νορβηγίας. Επιπροσθέτως, ενώ χώρες όπως η Τουρκία διαθέτουν 100% πτυχιούχους Νοσηλευτές, η Ελλάδα έχει μόλις 42% και το 58% είναι βοηθοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Στην Ελλάδα οι νοσηλευτές και οι βοηθοί τους ανέρχονται μόλις στο 60% του αριθμού των ιατρών, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 310%, στην Ιρλανδία η αναλογία φθάνει στο 510% και στη Νορβηγία στο 830%.

Το ΕΣΥ στερείται πλήρως βιοϊατρικών μηχανικών, κοστολόγων, πληροφορικών υγείας, βιοστατιστικών κ.λπ., ενώ καθοριστικής σημασίας είναι η, σχεδόν γενικευμένη, απουσία έμπειρων και ικανών ανώτερων διοικητικών στελεχών (διοικητών) από τα κρατικά νοσοκομεία.

Πρόταση

Σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, πρέπει να εκπονηθεί πρόγραμμα και να θεσπισθούν ισχυρά κίνητρα επαγγελματικού αναπροσανατολισμού των νέων (π.χ. ίδρυση και λειτουργία μόνο πανεπιστημιακών νοσηλευτικών τμημάτων, μείωση των εισακτέων στις ιατρικές, οδοντιατρικές και φαρμακευτικές σχολές κ.λπ.). Σημαντική είναι η θέσπιση ειδικού μισθολογίου πτυχιούχων νοσηλευτών και η αύξηση των οργανικών τους θέσεων με αντίστοιχη μείωση των θέσεων βοηθών. Απαραίτητα μέτρα είναι ο διαχωρισμός του πτυχίου ιατρικής από την άσκηση του επαγγέλματος, η επιλογή των προς ειδίκευση ιατρών με διαγωνισμό, η μείωση των θέσεων ειδικότητας για τις κορεσμένες και η αύξηση για τις ειδικότητες που τελούν σε ανεπάρκεια κ.λπ.

Ταυτόχρονα, η στελέχωση του ΕΣΥ, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, με οικονομολόγους υγείας, βιοστατιστικούς, βιοϊατρικούς μηχανικούς, πληροφορικούς υγείας και κυρίως επαγγελματίες managers υγειονομικών υπηρεσιών, ενώ δεν συνεπάγεται αξιόλογη οικονομική επιβάρυνση, μπορεί να προσφέρει θεαματική και στοχευμένη συγκράτηση του κόστους (στη θέση των γενικευμένων, επικίνδυνων οριζόντιων περικοπών) και παράλληλη εντυπωσιακή βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών προς όφελος των πολιτών.


5. Η νομική υπόσταση του ΕΣΥ
Ο ιδρυτικός νόμος 1397/83 μετέτρεψε λανθασμένα τα κρατικά νοσοκομεία σε δημόσιες υπηρεσίες (ΝΠΔΔ) και τους επαγγελματίες υγείας σε μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
Όμως, το νοσοκομείο δεν παράγει εγκυκλίους και διατάγματα για δωρεάν χρήση, ούτε η αναγκαία εγρήγορση και ετοιμότητα των υπηρεσιών υγείας μπορεί να συνυπάρξει με τη δημοσιοϋπαλληλική ραστώνη.

Το νοσοκομείο είναι επιχείρηση, που χρησιμοποιεί συντελεστές παραγωγής, παράγει και πωλεί ατομικές υπηρεσίες υγείας και οι χρήστες («αγοραστές») δικαιούνται να έχουν έγκαιρη και αποτελεσματική περίθαλψη, σε τιμές ανάλογες της ποιότητας των εκάστοτε παρεχόμενων υπηρεσιών. Αυτή η επιθυμητή και απαραίτητη επιχειρησιακή ικανότητα είναι ασύμβατη με τη νομική μορφή του ΝΠΔΔ και γι αυτό ακριβώς τα δημόσια νοσοκομεία έχουν ιδιωτικοποιηθεί στην πράξη.

Πρόταση

Οι μονάδες υγείας του ΕΣΥ, ως ενιαίο σύνολο ή ανά υγειονομική περιφέρεια, πρέπει, απαραίτητα και άμεσα, ν΄ αποκτήσουν τη νομική μορφή και την επιχειρησιακή ευελιξία της μονομετοχικής κρατικής Α.Ε. ή έστω του εποπτευόμενου από το κράτος ΝΠΙΔ. Κάθε νοσοκομείο πρέπει να είναι αποκεντρωμένη μονάδα της κρατικής Α.Ε., με επικεφαλής τον Διοικητή (χωρίς αυτόνομο Διοικητικό Συμβούλιο). Αυτή η νομική αλλαγή είναι καθοριστικής σημασίας για τη δυνατότητα εφαρμογής ενός εκσυγχρονιστικού προγράμματος και για την επίτευξη των στόχων ποιότητας και αποτελεσματικότητας, προς όφελος του πληθυσμού. Πρόκειται για ανάγκη γνωστή και παραδεδεγμένη, που αναβάλλεται συνεχώς υπό τον φόβο (ή τη δικαιολογία) του «πολιτικού κόστους».


6. Εργασιακές Σχέσεις στο ΕΣΥ

Το κλίμα που επικράτησε στα κρατικά νοσοκομεία, από τη δημοσιοϋπαλληλοποίηση του προσωπικού και την εφαρμογή των ισοπεδωτικών «ενιαίων μισθολογίων» τόσο των ιατρών, όσο και των υπολοίπων επαγγελματιών υγείας, οδήγησε σταδιακά στη βαθμολογική και οικονομική εξομοίωση των αρίστων και εργατικών, με τους μέτριους, αδιάφορους, ακόμη και επικίνδυνους συναδέλφους τους και στην εξαφάνιση κάθε «αναπτυξιακού νεύρου».
Οι συντεχνιακές και κομματικές λογικές στην υπηρεσιακή εξέλιξη, η έλλειψη αξιοκρατίας και η παντελής απουσία μηχανισμών κινήτρων και αντικινήτρων ανέστειλαν κάθε εργασιακή φιλοδοξία, οδήγησαν σε γενίκευση της ευνοιοκρατίας και στην ατομική επιδίωξη παράνομων οικονομικών εσόδων σε βάρος των πολιτών.

Πρόταση

Στις κρατικές νοσοκομειακές Α.Ε. πρέπει να καταργηθεί η μονιμότητα για όλους τους νεοεισερχόμενους επαγγελματίες υγείας και για όσους, από τους υπηρετούντες επιθυμούν την ένταξή τους στο νέο, αξιοκρατικό εργασιακό πλαίσιο. Η πρόσληψη όλου του προσωπικού πρέπει να γίνεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, δυνάμενες να ανανεώνονται και επιβάλλεται να πραγματοποιείται με σύγχρονες μεθόδους αξιολόγησης, επιλογής και εξέλιξης. Οι αποδοχές τους πρέπει να είναι διαπραγματεύσιμες, με βάση την προσφορά και τη ζήτηση των ειδικοτήτων, τα αντικειμενικά ατομικά προσόντα των συγκεκριμένων υποψηφίων, τη γεωγραφική περιοχή υπηρέτησης, το βαθμό συμμετοχής τους στην εφημέρευση και στην εκπαίδευση των ειδικευομένων ιατρών, νοσηλευτών κ.λπ. και τους άλλους όρους των συμβολαίων αποδοτικότητας και ποιότητας που θα καλούνται να υπογράφουν.
Ειδικά για τη στελέχωση των νησιωτικών και ακριτικών περιοχών της χώρας με εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να θεσμοθετηθούν ισχυρά και αποτελεσματικά κίνητρα, το κόστος των οποίων θα είναι τελικά υποπολλαπλάσιο, από αυτό που προκαλεί σήμερα η υγειονομική ερήμωση των συγκεκριμένων περιοχών και οι πρακτικές συνέπειές της.


7. Επιστημονική Διοίκηση του ΕΣΥ
Το κρατικό σύστημα υγείας ουδέποτε απέκτησε δομές και διαδικασίες άσκησης επιστημονικού management σκοπίμως, κατ΄ απαίτηση των συντεχνιών, ώστε να είναι εφικτή η διαπλοκή των λειτουργών του με την αγορά. Η ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών είναι τεράστια. Μία συγκρατημένη προσπάθεια μερικής εισαγωγής της τεχνοκρατικής και αξιοκρατικής ανάδειξης των νοσοκομειακών διοικήσεων, το 2001, εγκαταλείφθηκε σύντομα και ακυρώθηκε νομοθετικά. Στην πραγματικότητα, το ΕΣΥ διοικείται διαχρονικά από τα γραφεία του εκάστοτε υπουργού και των άμεσων συνεργατών του, με απλούς διεκπεραιωτές εντολών τους διοικητές υγειονομικών περιφερειών και νοσοκομείων, οι οποίοι στερούνται οποιασδήποτε δυνατότητας ρηξικέλευθης και δημιουργικής πρωτοβουλίας.
Ωστόσο, οι αρμοδιότητες της πολιτικής ηγεσίας θα έπρεπε να περιορίζονται στο νομοθετικό καθορισμό της πολιτικής υγείας και των επιθυμητών προτεραιοτήτων, στον προσδιορισμό του ύψους των διαθέσιμων δημόσιων πόρων υγείας και στην εποπτεία τήρησης των πολιτικών αποφάσεων.

Η οργάνωση, διοίκηση, έλεγχος και αξιολόγηση του δημόσιου τομέα και η ανάλογη εποπτεία του ιδιωτικού τομέα υγείας επιβάλλεται να είναι αρμοδιότητες τεχνοκρατικών οργάνων, ενδεχομένως με επικεφαλής μόνιμο υφυπουργό, με αποδεδειγμένη τεχνοκρατική ικανότητα και συναφή εμπειρία, διοριζόμενο με τη σύμφωνη γνώμη μιας αυξημένης πλειοψηφίας της βουλής.
Ο κρατικός τομέας υγείας (ΕΣΥ) –προκειμένου να επιβιώσει και να αντεπεξέλθει στην κοινωνική αποστολή του– οφείλει να λειτουργήσει με ιδιωτικοοικονομικούς κανόνες.

Πρόταση

Πρέπει να γίνει γενικά παραδεκτό και να νομοθετηθεί ότι οι θέσεις διοίκησης όλων των επιπέδων του ΕΣΥ δεν είναι πολιτικές (κομματικές), αλλά επαγγελματικές, τεχνοκρατικές θέσεις άσκησης επιστημονικού management, από στελέχη με ανάλογες σπουδές, επαγγελματικές εμπειρίες και αποδεδειγμένη διοικητική ικανότητα.
Επιστημονική διοίκηση –και μάλιστα στον ιδιόμορφο χώρο των υπηρεσιών υγείας– δεν μπορεί να ασκηθεί από κομματικά στελέχη, φίλους υπουργών και συγγενείς βουλευτών, ποικίλων και άσχετων προελεύσεων (συνδικαλιστές, αποσπασμένους δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους στρατιωτικούς, άνεργους νεαρούς ψηφοφόρους κ.λπ.), όπως συμβαίνει επί δεκαετίες. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε άξια και ειδικευμένα στελέχη δεν μπορεί να είναι η δακτυλοδεικτούμενη και τυχαία εξαίρεση, όταν η χώρα διαθέτει σήμερα εκατοντάδες επιστημόνων με μετα-πτυχιακές σπουδές στη διοίκηση μονάδων και υπηρεσιών υγείας, δεκάδες έμπειρων και επιτυχημένων διοικητών που υπηρέτησαν επί διαφόρων κυβερνήσεων και μια πλειάδα ικανών νοσοκομειακών στελεχών καριέρας, που μπορούν ευχερώς να ασκήσουν ανώτερα διοικητικά καθήκοντα με επιτυχία, αν απελευθερωθούν από τα δεσμά του κομματισμού, του διοικούντος συνδικαλισμού, της ευνοιοκρατίας και της δημοσιοϋπαλληλοποίησης. Αυτό το υπαρκτό δυναμικό παραμένει αναξιοποίητο και ανενεργό, σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος.

Είναι απολύτως επιβεβλημένη η άμεση συγκρότηση επαγγελματικού σώματος Διοικητών Υπηρεσιών Υγείας (managers), με νομοθετική διάταξη και με αδιάβλητη, αξιοκρατική διαδικασία επιλογής και ένταξης των ενδιαφερομένων (ή πλήρως αιτιολογημένης απόρριψής τους), οι οποίοι θα πρέπει να διαθέτουν υποχρεωτικά συγκεκριμένα ελάχιστα προσόντα (ειδικές σπουδές, συναφή εμπειρία, αποδεδειγμένη διοικητική ικανότητα). Ο διορισμός Διοικητών εκτός επαγγελματικού σώματος, είναι απαραίτητο να απαγορευθεί νομοθετικά.
Τα στελέχη αυτά θα πρέπει να έχουν ευρείες αρμοδιότητες (επιλογή προσωπικού, διαχείριση ε-γκεκριμένων πιστώσεων, ενδονοσοκομειακές ανακατατάξεις κ.λπ.) και να αμείβονται ικανοποιητικά, ανάλογα προς το εύρος των αρμοδιοτήτων τους και των ειδικών στοχεύσεων που θα περι-γράφονται στα προσωπικά συμβόλαιά τους. Οι ελάχιστες αποδοχές τους πρέπει να συνδέονται με τους ετήσιους προϋπολογισμούς των μονάδων που αναλαμβάνουν να διοικήσουν, ενώ οι τελικές ετήσιες αποδοχές τους οφείλουν να συναρτώνται με συγκεκριμένους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες, που θα πιστοποιούν τα αποτελέσματα της διοικητικής δράσης τους.


8. Ποιοτικός Έλεγχος – Αξιολόγηση
Τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας του ελληνικού υγειονομικού συστήματος δεν υπό-κεινται μέχρι σήμερα σε οποιαδήποτε διαδικασία ποιοτικού ελέγχου και αξιολόγησης, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Από δικαστικές αποφάσεις και τηλεοπτικές εκπομπές δημοσιοποιούνται τραγικά περιστατικά σε βάρος της υγείας, της αρτιμέλειας και της ζωής των πολιτών, που θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν, αν οι μονάδες υγείας και οι λειτουργοί τους τελούσαν υπό ποιοτικό έλεγχο και επαγγελματική αξιολόγηση.
Αντίθετα, διαπιστώνεται πλήρης και διαχρονική αδιαφορία για τα συμπεράσματα επιστημονικών μελετών, που καταδεικνύουν τα σοβαρά προβλήματα ποιότητας του συστήματος υγείας και την ε-ντυπωσιακή έλλειψη ικανοποίησης των χρηστών και επιπλέον θεσπίστηκαν νομοθετικές διατάξεις που επιβάλουν, μεταξύ άλλων, την ισόβια μονιμότητα και τη βαθμολογική εξέλιξη των ιατρών ΕΣΥ, χωρίς προσωπική αξιολόγηση της επάρκειας και της δραστηριότητάς τους και με απαράδε-κτες «αμφιθεατρικές» διαδικασίες.

Πρόταση

Απαιτείται η άμεση ίδρυση αυτόνομου φορέα Ποιοτικού Ελέγχου Μονάδων Υγείας και Αξιολόγησης Επαγγελματιών Υγείας, που θα στελεχωθεί με ειδικούς επιστήμονες, κατά τα πρότυπα και με τη βοήθεια ανάλογων οργανισμών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Με συγκεκριμένα κριτήρια και κλίμακες αξιολόγησης της ποιότητας και αποτελεσματικότητας και με συγκεκριμένες διαδικασίες θα ελέγχονται και θα αξιολογούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα, τόσο οι δημόσιες και ιδιωτικές μονάδες υγείας, όσο και όλοι οι επαγγελματίες υγείας, ανεξαρτήτως εργασιακού καθεστώτος (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα). Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης θα καθορίζονται οι αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις.


9. Επίλογος
Είναι προφανές ότι τέτοια ρηξικέλευθα και εξυγιαντικά μέτρα θ’ αντιμετωπίσουν ισχυρές συντεχνιακές αντιδράσεις, παράλληλα όμως είναι βέβαιο ότι χωρίς τη θεσμοθέτησή τους, δεν υπάρχει δυνατότητα ανάκαμψης και βελτίωσης του ελληνικού υγειονομικού συστήματος.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι ο υγειονομικός τομέας αποτελεί επί δεκαετίες βασικό πεδίο οικονομικής εγκληματικότητας και έναν από τους κυριότερους τομείς δημιουργίας κρατικών ελλειμμάτων και χρεών, με τα σημερινά τραγικά αποτελέσματα, το πολιτικό προσωπικό οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ενεργώντας επιτέλους με κριτήριο το κοινωνικό συμφέρον.



Σύνοψη Προτάσεων της ΕΕΜΥΥ


Το Μέλλον των Υπηρεσιών Υγείας στην Ελλάδα

1. Για την αναστροφή της σημερινής, αδιέξοδης κατάστασης στο Σύστημα Υγείας, δεν επαρκεί η λήψη αποσπασματικών πυροσβεστικών μέτρων. Αποτελεί επιτακτική ανάγκη η άμεση επεξεργασία και διατύπωση ενός Εθνικού Σχεδίου Υγειονομικού Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης, με τη συμμετοχή όσων πολιτικών, επιστημονικών και κοινωνικών φορέων προθυμοποιούνται και όλων των εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων, των οποίων οι απόψεις είναι πολύτιμες και απαραίτητες. Το Σχέδιο αυτό θα πρέπει να προσλάβει νομοθετική ισχύ από μια διευρυμένη, διακομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και η εφαρμογή του να καταστεί υποχρεωτική εντός του προσεχούς έτους.

2. Για την υλοποίηση της νέας εθνικής υγειονομικής στρατηγικής απαιτείται η σύνταξη νέου Βασικού Νόμου-Κώδικα για την Υγεία, με ταυτόχρονη κατάργηση του Ν. 1397/83 και όλων των μεταγενέστερων νομοθετικών ρυθμίσεων. Ο νόμος αυτός πρέπει να ενσωματώνει την επιστημονική οργάνωση και διοίκηση του υγειονομικού συστήματος, με τρόπο που το τελευταίο θα καθίσταται ασθενοκεντρικό, δηλαδή χρήσιμο, ποιοτικό, αποδοτικό, προσβάσιμο και οικείο στους πολίτες.

3. Πέραν της διαπιστωμένης κατασπατάλησης των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων, η οικονομική κρίση επιβάλλει πλήρη περικοπή των περιττών δαπανών υγείας και ορθολογική αξιοποίηση των αναγκαίων. Παράλληλα, όμως, και με δεδομένο ότι πρέπει να διατηρηθεί το Κράτος Πρόνοιας, θεωρείται λανθασμένη η τακτική των οριζόντιων περικοπών α-διακρίτως, χωρίς στάθμιση της σημασίας κάθε δαπάνης για το επίπεδο υγείας του πληθυσμού και χωρίς επιστημονική διοίκηση του υγειονομικού συστήματος.
Είναι επιβεβλημένη η άμεση ενιαιοποίηση του σκέλους της χρηματοδότησης, με ένα φορέα συγκέντρωσης όλων των πόρων, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών των επαγγελματιών υγείας, και διάθεσης με συγκεκριμένα κριτήρια ποιότητας και αποτελεσματικότητας.
Με βάση διεθνείς δείκτες πρέπει να καθορισθούν οι πράγματι αναγκαίες αριθμητικές αναλογίες ιατρικού, νοσηλευτικού, διοικητικού και λοιπού επιστημονικού προσωπικού, ανά μέγεθος και είδος κρατικής μονάδας υγείας. Για τις ξενοδοχειακές υπηρεσίες και την τεχνική συντήρηση πρέπει να γενικευθεί ο θεσμός της εξωτερικής υποστήριξης (outsourcing).
Κρίσιμο εργαλείο είναι η πραγματική κοστολόγηση των υπηρεσιών υγείας, είτε πρόκειται για ιατρικές πράξεις, είτε για κόστος νοσηλείας, εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, φαρμακοθεραπείας κ.λπ. Προϋπόθεση επιτυχίας είναι η πραγματοποίηση του έργου από αντικειμενικούς επιστήμονες κοστολόγους (με τη βοήθεια υγειονομικών) και όχι από τους άμεσα ε-μπλεκόμενους.
Οι προμήθειες του υγειονομικού συστήματος (πλην υπηρεσιών) πρέπει να διενεργούνται κεντρικά, από εξειδικευμένη κρατική Α.Ε., στελεχωμένη με έμπειρους managers νοσοκομείων, κοστολόγους, βιοϊατρικούς μηχανικούς, πληροφορικούς υγείας, ιατρούς, φαρμακοποιούς, νοσηλευτές κ.λπ., συνεργαζόμενη στενά με αντίστοιχους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, από τους οποίους μπορούν να μετακαλούνται εξειδικευμένα στελέχη.
Οι νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί πρέπει να είναι πραγματικοί, περιλαμβάνοντας οπωσδήποτε το εργασιακό κόστος, που είναι και ο μεγαλύτερος συντελεστής των συνολικών νοσοκομειακών δαπανών, με βάση τις οποίες πρέπει να καθορίζονται οι τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών από κάθε μονάδα και να πραγματοποιούνται οι διανοσοκομειακές και διατμηματικές συγκρίσεις.
Το «διπλογραφικό» σύστημα Γενικής Λογιστικής δεν επαρκεί, αν δεν τηρείται Αναλυτική Λογιστική (με κέντρα κόστους), ώστε να είναι εφικτή η πραγματική κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ανά τμήμα και ο εντοπισμός των προσωπικά υπεύθυνων για τις αποκλίσεις, θετικών ή αρνητικών.
Η διάχυση και χρήση της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας πρέπει να υπακούει σε εθνικό (πληθυσμιακό και γεωγραφικό) καταμερισμό και να εξασφαλίζεται η άριστη αξιοποίησή της, με ευθύνη των αρμόδιων επαγγελματιών υγείας, στους οποίους πρέπει να δοθούν ανάλογα κίνητρα.
Η πλήρης ηλεκτρονικοποίηση της νοσοκομειακής λειτουργίας και γενικότερα όλων των εκφάνσεων των υπηρεσιών υγείας είναι η κύρια, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση εξορθολογισμού των οικονομικών της υγείας, με ταυτόχρονη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών στους πολίτες. Το υγειονομικό σύστημα μπορεί να γίνει ασθενοκεντρικό, προς όφελος του πολίτη, μόνο με τη γενικευμένη αξιοποίηση της Πληροφορικής Υ-γείας.

4. Σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, πρέπει να εκπονηθεί πρόγραμμα και να θεσπι-σθούν ισχυρά κίνητρα επαγγελματικού αναπροσανατολισμού των νέων (π.χ. ίδρυση και λειτουργία μόνο πανεπιστημιακών νοσηλευτικών τμημάτων, μείωση των εισακτέων στις ιατρικές, οδοντιατρικές και φαρμακευτικές σχολές κ.λπ.). Σημαντική είναι η θέσπιση ειδικού μισθολογίου πτυχιούχων νοσηλευτών και η αύξηση των οργανικών τους θέσεων, με αντί-στοιχη μείωση των θέσεων βοηθών. Απαραίτητα μέτρα είναι ο διαχωρισμός του πτυχίου ιατρικής από την άσκηση του επαγγέλματος, η επιλογή των προς ειδίκευση ιατρών με διαγωνισμό, η μείωση των θέσεων ειδικότητας για τις κορεσμένες και η αύξηση για τις ειδικότητες που τελούν σε ανεπάρκεια κ.λπ.
Ταυτόχρονα, η στελέχωση του ΕΣΥ, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, με οικονομολόγους υγείας, βιοστατιστικούς, βιοϊατρικούς μηχανικούς, πληροφορικούς υγείας και κυρίως επαγγελματίες managers υγειονομικών υπηρεσιών, ενώ δεν συνεπάγεται αξιόλογη οικονομική επιβάρυνση, μπορεί να προσφέρει θεαματική και στοχευμένη συγκράτηση του κό-στους (στη θέση των γενικευμένων, επικίνδυνων οριζόντιων περικοπών) και παράλληλη ε-ντυπωσιακή βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών προς όφελος των πολιτών.

5. Οι μονάδες υγείας του ΕΣΥ, ως ενιαίο σύνολο ή ανά υγειονομική περιφέρεια, πρέπει, απαραίτητα και άμεσα, ν΄ αποκτήσουν τη νομική μορφή και την επιχειρησιακή ευελιξία της μονομετοχικής κρατικής Α.Ε. ή έστω του εποπτευόμενου από το κράτος ΝΠΙΔ. Κάθε νοσοκομείο πρέπει να είναι αποκεντρωμένη μονάδα της κρατικής Α.Ε., με επικεφαλής τον Δι-οικητή (χωρίς αυτόνομο Διοικητικό Συμβούλιο). Αυτή η νομική αλλαγή είναι καθοριστικής σημασίας για τη δυνατότητα εφαρμογής ενός εκσυγχρονιστικού προγράμματος και για την επίτευξη των στόχων ποιότητας και αποτελεσματικότητας, προς όφελος του πληθυ-σμού. Πρόκειται για ανάγκη γνωστή και παραδεδεγμένη, που αναβάλλεται συνεχώς υπό τον φόβο (ή τη δικαιολογία) του «πολιτικού κόστους».

6. Στις κρατικές νοσοκομειακές Α.Ε. πρέπει να καταργηθεί η μονιμότητα για όλους τους νεοεισερχόμενους επαγγελματίες υγείας και για όσους, από τους υπηρετούντες επιθυμούν την ένταξή τους στο νέο, αξιοκρατικό εργασιακό πλαίσιο. Η πρόσληψη όλου του προσωπικού πρέπει να γίνεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, δυνάμενες να ανανεώνονται και επιβάλλεται να πραγματοποιείται με σύγχρονες μεθόδους αξιολόγησης, επιλογής και εξέλιξης. Οι αποδοχές τους πρέπει να είναι διαπραγματεύσιμες, με βάση την προσφορά και τη ζήτηση των ειδικοτήτων, τα αντικειμενικά ατομικά προσόντα των συγκεκριμένων υποψηφίων, τη γεωγραφική περιοχή υπηρέτησης, το βαθμό συμμετοχής τους στην εφημέρευση και στην εκπαίδευση των ειδικευομένων ιατρών, νοσηλευτών κ.λπ. και τους άλλους όρους των συμβολαίων αποδοτικότητας και ποιότητας που θα καλούνται να υπογράφουν.
Ειδικά για τη στελέχωση των νησιωτικών και ακριτικών περιοχών της χώρας με εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να θεσμοθετηθούν ισχυρά και αποτελεσματικά κίνητρα, το κόστος των οποίων θα είναι τελικά υποπολλαπλάσιο, από αυτό που προκαλεί σήμερα η υγειονομική ερήμωση των συγκεκριμένων περιοχών και οι πρακτικές συνέπειές της.

7. Πρέπει να γίνει γενικά παραδεκτό και να νομοθετηθεί ότι οι θέσεις διοίκησης όλων των επιπέδων του ΕΣΥ δεν είναι πολιτικές (κομματικές), αλλά επαγγελματικές, τεχνοκρατικές θέσεις άσκησης επιστημονικού management, από στελέχη με ανάλογες σπουδές, επαγγελματικές εμπειρίες και αποδεδειγμένη διοικητική ικανότητα.
Επιστημονική διοίκηση –και μάλιστα στον ιδιόμορφο χώρο των υπηρεσιών υγείας– δεν μπορεί να ασκηθεί από κομματικά στελέχη, φίλους υπουργών και συγγενείς βουλευτών, ποικίλων και άσχετων προελεύσεων (συνδικαλιστές, αποσπασμένους δημοσίους υπαλλή-λους, συνταξιούχους στρατιωτικούς, άνεργους νεαρούς ψηφοφόρους κ.λπ.), όπως συμβαίνει επί δεκαετίες. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε άξια και ειδικευμένα στελέχη δεν μπορεί να είναι η δακτυλοδεικτούμενη και τυχαία εξαίρεση, όταν η χώρα διαθέτει σήμερα εκατοντάδες επιστημόνων με μεταπτυχιακές σπουδές στη διοίκηση μονάδων και υπηρεσιών υγείας, δεκάδες έμπειρων και επιτυχημένων διοικητών που υπηρέτησαν επί διαφόρων κυβερνήσεων και μια πλειάδα ικανών νοσοκομειακών στελεχών καριέρας, που μπορούν ευχερώς να ασκήσουν ανώτερα διοικητικά καθήκοντα με επιτυχία, αν απελευθερωθούν από τα δεσμά του κομματισμού, του διοικούντος συνδικαλισμού, της ευνοιοκρατίας και της δημοσιοϋπαλληλοποίησης. Αυτό το υπαρκτό δυναμικό παραμένει αναξιοποίητο και ανενεργό, σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος.
Είναι απολύτως επιβεβλημένη η άμεση συγκρότηση επαγγελματικού σώματος Διοικητών Υπηρεσιών Υγείας (managers), με νομοθετική διάταξη και με αδιάβλητη, αξιοκρατική διαδικασία επιλογής και ένταξης των ενδιαφερομένων (ή πλήρως αιτιολογημένης απόρριψής τους), οι οποίοι θα πρέπει να διαθέτουν υποχρεωτικά συγκεκριμένα ελάχιστα προσόντα (ειδικές σπουδές, συναφή εμπειρία, αποδεδειγμένη διοικητική ικανότητα). Ο διορισμός Διοικητών εκτός επαγγελματικού σώματος, είναι απαραίτητο να απαγορευθεί νομοθετικά.
Τα στελέχη αυτά θα πρέπει να έχουν ευρείες αρμοδιότητες (επιλογή προσωπικού, διαχείριση εγκεκριμένων πιστώσεων, ενδονοσοκομειακές ανακατατάξεις κ.λπ.) και να αμείβονται ικανοποιητικά, ανάλογα προς το εύρος των αρμοδιοτήτων τους και των ειδικών στοχεύσεων που θα περιγράφονται στα προσωπικά συμβόλαιά τους. Οι ελάχιστες αποδοχές τους πρέπει να συνδέονται με τους ετήσιους προϋπολογισμούς των μονάδων που αναλαμβάνουν να διοικήσουν, ενώ οι τελικές ετήσιες αποδοχές τους οφείλουν να συναρτώνται με συγκε-κριμένους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες, που θα πιστοποιούν τα αποτελέσματα της διοικητικής δράσης τους.

8. Απαιτείται η άμεση ίδρυση αυτόνομου φορέα Ποιοτικού Ελέγχου Μονάδων Υγείας και Αξιολόγησης Επαγγελματιών Υγείας, που θα στελεχωθεί με ειδικούς επιστήμονες, κατά τα πρότυπα και με τη βοήθεια ανάλογων οργανισμών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Με συγκεκριμένα κριτήρια και κλίμακες αξιολόγησης της ποιότητας και αποτελεσματικότητας και με συγκεκριμένες διαδικασίες θα ελέγχονται και θα αξιολογούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα, τόσο οι δημόσιες και ιδιωτικές μονάδες υγείας, όσο και όλοι οι επαγγελματίες υγείας, ανεξαρτήτως εργασιακού καθεστώτος (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα). Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης θα καθορίζονται οι αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις.





    Στην κορυφή