ΘΛΙΒΕΡΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Τις σοβαρές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία του ελληνικού πληθυσμού, με χαρακτηριστική την ιδιαίτερα ανησυχητική αύξηση της αυτοκτονικότητας, αποτυπώνουν ερευνητικά ευρήματα από τη Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη 1034 του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ). Ιδιαίτερα κατά τον περασμένο μήνα, δεδομένης της συγκινησιακής φόρτισης της περιόδου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο ψυχικός αντίκτυπος των γενικευμένων οικονομικών δυσκολιών εμφανίστηκε διογκωμένος. Φέτος φάνηκε κάτι να είχε αλλάξει ριζικά στην ατμόσφαιρα: η ελληνική πραγματικότητα της οικονομικής δυσπραγίας και της κοινωνικής απογοήτευσης και οργής βρέθηκε σε κραυγαλέα αντίθεση με το παραδοσιακά επιβεβλημένο εορταστικό κλίμα αυτών των ημερών.
Υπάρχει μια συλλογική φαντασίωση των γιορτών, με διάχυτο το χαρμόσυνο συναίσθημα, που προκαλεί μελαγχολία σε εκείνους που, για ποικίλους λόγους, αδυνατούν να την πραγματοποιήσουν. Η σύγκριση με αυτό το φαντασιακό ιδανικό των Χριστουγέννων γίνεται όμως αμείλικτη για όσους δεν μπορούν να προσφέρουν στους δικούς τους ανθρώπους σε κάποιες περιπτώσεις- ούτε τα στοιχειώδη. Μέχρι σήμερα μιλούσαμε για «κατάθλιψη των γιορτών», μια οιωνεί κατάθλιψη, μια κατάθλιψη, θα έλεγε κανείς, χωρίς πραγματική αιτία. Φέτος, όμως, μιλάμε για κατάθλιψη με αιτία: η οικονομική κρίση τείνει να γενικεύσει το καταθλιπτικό συναίσθημα, το άγχος και την απελπισία, συμπτώματα που παραπέμπουν στην κατάθλιψη ως κλινική οντότητα.
Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνουν στοιχεία από τη Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη, καθώς η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της αναφέρονται με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα στο πλαίσιο των αιτημάτων για ψυχολογική βοήθεια και υποστήριξη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία του περιεχομένου των κλήσεων κατά το Δεκέμβριο του 2010 και το Δεκέμβριο του 2011, ο αριθμός όσων μιλούν για προβλήματα συνδεόμενα με την οικονομική κρίση παρουσιάζει ποσοστιαία αύξηση 69,5%, ενώ το ποσοστό στο οποίο εκφράζεται επιθυμία αυτοκτονίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί, εμφανίζοντας ποσοστιαία μεταβολή 93,8%. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογραμμίζει η συχνότητα στην οποία οι καλούντες αναφέρουν μη διαθεσιμότητα του γιατρού τους, με ποσοστιαία αύξηση 237%. Καθώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος της ιδιωτικής θεραπείας, η υπερφόρτωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας του δημόσιου τομέα αποτελεί μια παράπλευρη συνέπεια της οικονομικής κρίσης, λόγω των αυξημένων αιτημάτων για θεραπευτική αντιμετώπιση προβλημάτων που απορρέουν ή πυροδοτούνται από τις υπέρογκες οικονομικές πιέσεις (κυρίως διαταραχών άγχους ή του φάσματος της κατάθλιψης).
Η οικονομική δυσχέρεια, αλλά και τα οικογενειακά και διαπροσωπικά προβλήματα που απορρέουν από αυτή, γίνονται πολύ πιο αισθητά κατά την
περίοδο των γιορτών, που παραδοσιακά επιβάλλει τη σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών και τις κοινωνικές επαφές. Εν μέσω δε γενικευμένης οικονομικής κρίσης, όταν επικρατεί το άγχος για ένα αβέβαιο μέλλον (με μόνη βεβαιότητα την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης), τα επιβεβλημένα πρότυπα εορτασμού και οι συνακόλουθες καταναλωτικά προσανατολισμένες προσδοκίες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προκαλούν για όσους τουλάχιστον μπορούν ακόμα να διατηρούν τέτοιες προσδοκίες -στρες, εντάσεις και, τελικά, απογοήτευση. Για αρκετούς άλλους, των οποίων ο οικογενειακός προϋπολογισμός έχει συρρικνωθεί δραματικά ή ήδη βρίσκονται σε κατάσταση ανέχειας, η κατάσταση μπορεί να είναι πραγματικά απελπιστική.
Τις μέρες αυτές, που κατά κανόνα συνοδεύονται από ένα απολογισμό του χρόνου που πέρασε και από σχέδια και ελπίδες για τον καινούριο, πολλοί άνθρωποι καταμετρούν την απώλεια της εργασίας τους (που εκτός από πηγή εισοδήματος, σημαίνει επίσης έναν κύκλο κοινωνικών επαφών και έναν άξονα ορισμού της ίδιας της ταυτότητάς τους), χωρίς να έχουν να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο για τον χρόνο που έρχεται. Τα οικονομικά αδιέξοδα και η αναπόφευκτη προοπτική ενός ακόμα πιο επαχθούς μέλλοντος, προκαλώντας αυξημένο στρες και αίσθημα απόγνωσης, μπορούν να οδηγήσουν δεδομένης της ύπαρξης ανάλογου ψυχολογικού υπόβαθρου- ακόμα και σε κλινική κατάθλιψη.
Υπάρχει μια συλλογική φαντασίωση των γιορτών, με διάχυτο το χαρμόσυνο συναίσθημα, που προκαλεί μελαγχολία σε εκείνους που, για ποικίλους λόγους, αδυνατούν να την πραγματοποιήσουν. Η σύγκριση με αυτό το φαντασιακό ιδανικό των Χριστουγέννων γίνεται όμως αμείλικτη για όσους δεν μπορούν να προσφέρουν στους δικούς τους ανθρώπους σε κάποιες περιπτώσεις- ούτε τα στοιχειώδη. Μέχρι σήμερα μιλούσαμε για «κατάθλιψη των γιορτών», μια οιωνεί κατάθλιψη, μια κατάθλιψη, θα έλεγε κανείς, χωρίς πραγματική αιτία. Φέτος, όμως, μιλάμε για κατάθλιψη με αιτία: η οικονομική κρίση τείνει να γενικεύσει το καταθλιπτικό συναίσθημα, το άγχος και την απελπισία, συμπτώματα που παραπέμπουν στην κατάθλιψη ως κλινική οντότητα.
Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνουν στοιχεία από τη Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη, καθώς η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της αναφέρονται με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα στο πλαίσιο των αιτημάτων για ψυχολογική βοήθεια και υποστήριξη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία του περιεχομένου των κλήσεων κατά το Δεκέμβριο του 2010 και το Δεκέμβριο του 2011, ο αριθμός όσων μιλούν για προβλήματα συνδεόμενα με την οικονομική κρίση παρουσιάζει ποσοστιαία αύξηση 69,5%, ενώ το ποσοστό στο οποίο εκφράζεται επιθυμία αυτοκτονίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί, εμφανίζοντας ποσοστιαία μεταβολή 93,8%. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογραμμίζει η συχνότητα στην οποία οι καλούντες αναφέρουν μη διαθεσιμότητα του γιατρού τους, με ποσοστιαία αύξηση 237%. Καθώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος της ιδιωτικής θεραπείας, η υπερφόρτωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας του δημόσιου τομέα αποτελεί μια παράπλευρη συνέπεια της οικονομικής κρίσης, λόγω των αυξημένων αιτημάτων για θεραπευτική αντιμετώπιση προβλημάτων που απορρέουν ή πυροδοτούνται από τις υπέρογκες οικονομικές πιέσεις (κυρίως διαταραχών άγχους ή του φάσματος της κατάθλιψης).
Η οικονομική δυσχέρεια, αλλά και τα οικογενειακά και διαπροσωπικά προβλήματα που απορρέουν από αυτή, γίνονται πολύ πιο αισθητά κατά την
περίοδο των γιορτών, που παραδοσιακά επιβάλλει τη σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών και τις κοινωνικές επαφές. Εν μέσω δε γενικευμένης οικονομικής κρίσης, όταν επικρατεί το άγχος για ένα αβέβαιο μέλλον (με μόνη βεβαιότητα την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης), τα επιβεβλημένα πρότυπα εορτασμού και οι συνακόλουθες καταναλωτικά προσανατολισμένες προσδοκίες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προκαλούν για όσους τουλάχιστον μπορούν ακόμα να διατηρούν τέτοιες προσδοκίες -στρες, εντάσεις και, τελικά, απογοήτευση. Για αρκετούς άλλους, των οποίων ο οικογενειακός προϋπολογισμός έχει συρρικνωθεί δραματικά ή ήδη βρίσκονται σε κατάσταση ανέχειας, η κατάσταση μπορεί να είναι πραγματικά απελπιστική.
Τις μέρες αυτές, που κατά κανόνα συνοδεύονται από ένα απολογισμό του χρόνου που πέρασε και από σχέδια και ελπίδες για τον καινούριο, πολλοί άνθρωποι καταμετρούν την απώλεια της εργασίας τους (που εκτός από πηγή εισοδήματος, σημαίνει επίσης έναν κύκλο κοινωνικών επαφών και έναν άξονα ορισμού της ίδιας της ταυτότητάς τους), χωρίς να έχουν να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο για τον χρόνο που έρχεται. Τα οικονομικά αδιέξοδα και η αναπόφευκτη προοπτική ενός ακόμα πιο επαχθούς μέλλοντος, προκαλώντας αυξημένο στρες και αίσθημα απόγνωσης, μπορούν να οδηγήσουν δεδομένης της ύπαρξης ανάλογου ψυχολογικού υπόβαθρου- ακόμα και σε κλινική κατάθλιψη.