Η σχέση ιατρού - ασθενούς


«Παρακαλώ, γιατρέ μου, προσέξτε μας ιδιαιτέρως!!! Κάντε, ό,τι το καλύτερο και εμείς εδώ είμαστε!!!» Αυτό είναι κάτι που ακούμε ανησυχητικά πολύ συχνά από τους ασθενείς μας ή τους συγγενείς τους. Δηλαδή, τι σημαίνει αυτή η φράση; Οτι κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν προσέχουμε τους ασθενείς μας και δεν κάνουμε το καλύτερο δυνατό γι' αυτούς; Για να τους προσέξουμε, θα πρέπει να μας γίνει ιδιαίτερη σύσταση ή ακόμα χειρότερα μια άλλη χειρονομία...

Δεν αντιλέγω, πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Δεν ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, που όλα δουλεύουν ρολόι. Υπάρχουν και οι κακές στιγμές στην Ιατρική, όπως υπάρχουν σε όλα τα επαγγέλματα. Ομως είναι μέγιστο σφάλμα να φαντάζεται κανείς ότι η πλειονότητα των γιατρών δεν ενδιαφέρεται για τους ασθενείς και κάνει κάτι λιγότερο από το καλύτερο δυνατό.

Οι συνθήκες εργασίας είναι πολλές φορές δύσκολες, ίσως και αντίξοες, αλλά δεν παύουμε ποτέ να θέλουμε το καλύτερο δυνατό για τον ασθενή μας. Δηλαδή, εμείς δεν θέλουμε να πάει καλά ένας ασθενής; Χρειαζόμαστε ιδιαίτερο κίνητρο γι' αυτό; Φυσικά και όχι!!! Βέβαια, όπως έχει τονιστεί πολλές φορές από ετούτη εδώ τη στήλη, μπορεί να μην είναι ένας ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης ενός ασθενούς, να υπάρχουν περισσότερες από μία σωστές λύσεις. Η τελική επιλογή της αντιμετώπισης μπορεί να είναι συνέπεια της εμπειρίας του γιατρού, της προσωπικής του κρίσης, αλλά και της επιθυμίας του ίδιου του ασθενούς ή του περιβάλλοντός του.

Και αυτό είναι το δεύτερο θέμα που θα ήθελα να θίξω σήμερα. Συχνά, οι ασθενείς ή οι οικογένειές τους λένε: «Μα γιατρέ εμείς θα πάρουμε την απόφαση; Εμείς τι καταλαβαίνουμε, τι ξέρουμε;. Εσείς αν ήταν πατέρας ή μητέρα σας τι θα κάνατε;» Πρώτον, όσο και αν φαίνεται περίεργο, μερικές φορές είναι απαραίτητο την τελική απόφαση να την πάρει ο ίδιος ο ασθενής ή η οικογένειά του. Και αυτό γιατί, π.χ., μπορεί να υπάρχουν δύο δρόμοι με παρόμοιους κινδύνους ή με παρόμοια αποτελέσματα. Ολα αυτά εξηγούνται λεπτομερώς, αλλά η τελική ευθύνη και απόφαση, πάντα με τη βοήθεια του γιατρού, πρέπει να είναι του ασθενούς και του περιβάλλοντός του. Δεύτερον, επίσης όσο και αν ξενίζει, για τους συγγενείς μας, οι αποφάσεις που παίρνουμε δεν βασίζονται πάντα σε αυστηρά ιατρικά κριτήρια. Εμείς, στους ασθενείς μας οφείλουμε να πούμε αυτό που λέει και προσφέρει η σύγχρονη Ιατρική.

Για έναν δικό μας, όμως, άνθρωπο, για συναισθηματικούς και μόνο λόγους ή γιατί έχουμε μια διαφορετική θεώρηση για τη ζωή ή γιατί αποδεχόμαστε έναν κίνδυνο, μπορεί να πάρουμε μια τελείως διαφορετική και όχι απαραίτητα σωστή ιατρικά απάντηση. Και για να γίνει αυτό κατανοητό, παραθέτω το παρακάτω παράδειγμα: Ασθενής 80 ετών σε σχετικά καλή φυσική κατάσταση παρουσιάζει πόνο στο στήθος στην προσπάθεια. Γίνεται καρδιακός καθετηριασμός, ο οποίος δείχνει σημαντική στένωση στην κεντρική αρτηρία της καρδιάς στο στέλεχος. Αυτό έχει απόλυτη ένδειξη, σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες, για αορτοστεφανιαία παράκαμψη (μπάι πας). Αγγειοπλαστική με stent μπορεί να γίνει, αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να μην έχει εξίσου καλά αποτελέσματα με το χειρουργείο, γι' αυτό και δεν είναι επέμβαση 1ης επιλογής σε αυτούς τους ασθενείς.

Ο γιατρός, λοιπόν, τι οδηγίες οφείλει να δώσει, αυτό που λέει η επιστήμη ή αυτό που λέει η καρδιά του; Ποιο είναι το σωστό; Η τρέχουσα Ιατρική λέει χειρουργείο, ο ίδιος ο γιατρός μπορεί για τον πατέρα του ή τη μητέρα του να διάλεγε την αγγειοπλαστική, αποδεχόμενος τους περιορισμούς της και γνωρίζοντας τα μειονεκτήματά της.

Στον γιατρό, λοιπόν, πρέπει ο ασθενής να δείχνει εμπιστοσύνη και να ζητά αποκλειστικά την επιστημονική του άποψη και αντιμετώπιση. Μερικές φορές, πρέπει να είναι συνυπεύθυνος των αποφάσεων, αλλά πάντα πρέπει να παίρνει αυτές τις αποφάσεις έπειτα από εκτεταμένη συζήτηση και πλήρη ενημέρωση για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα.

Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA



    Στην κορυφή