Η ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ


Έλληνες επιστήμονες υποστηρίζουν πως η άσκηση βοηθάει όχι μόνο στην καλή φυσική δραστηριότητα, αλλά και στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Οπως προκύπτει από έρευνα, όταν κάνουμε άσκηση, παράγονται στον εγκέφαλό μας ορμόνες, οι οποίες αλλάζουν τη διάθεσή μας, μειώνουν το αίσθημα του πόνου και προκαλούν ευφορία. Η κυριότερη από τις παραπάνω ορμόνες είναι η β-ενδορφίνη, που μπορεί να μειώσει την κατάθλιψη. Επίσης οι επιστήμονες είδαν ότι άνθρωποι που έχουν αυξημένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας εμφανίζουν λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης από ανθρώπους που δεν είναι δραστήριοι, και αυτό ισχύει για όλες τις ηλικίες.

Κάποιοι ερευνητές, μάλιστα, έχουν χρησιμοποιήσει την άσκηση ως μέσο θεραπείας σε ανθρώπους με βαριά κατάθλιψη και έχουν βρει ότι μειώνει τα συμπτώματά σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε να πει κάποιος ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για τη θεραπεία της κατάθλιψης. Το εντυπωσιακό είναι ότι η άσκηση μπορεί να βελτιώσει τα επίπεδα κατάθλιψης και σε ανθρώπους που έχουν επιπρόσθετα και άλλα προβλήματα υγείας, όπως υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, παχυσαρκία, και οστεοπόρωση.

Ο τύπος άσκησης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της κατάθλιψης είναι κυρίως η άσκηση αντοχής (μεγάλης διάρκειας και χαμηλής έντασης), όπως το βάδισμα, το χαλαρό τρέξιμο, το ποδήλατο, το κολύμπι κλπ. Αλλά και η άσκηση με βάρη μπορεί, επίσης, να επιφέρει θετικά αποτελέσματα, ενώ και ο συνδυασμός άσκησης αντοχής και άσκησης με βάρη έχει θετικά αποτελέσματα. Οποιαδήποτε κι αν είναι η μορφή της άσκησης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται 3-5 φορές την εβδομάδα, έτσι ώστε να δρα ευεργετικά για τον οργανισμό.
Η άσκηση και η φυσική δραστηριότητα μπορούν να μειώσουν τα συμπτώματα κατάθλιψης, προκαλώντας την έκκριση ορμονών στον εγκέφαλο, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν ευεξία και ευφορία, επιδρώντας ευεργετικά στη διάθεση των ανθρώπων.

Η έρευνα έγινε από το Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του Κέντρου Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας και το Τμήμα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και έχει δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό «Ιρλανδική Ιατρική Επιθεώρηση».

Πηγή ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ online


    Στην κορυφή