Υψηλή πίεση ή με διακυμάνσεις


Αναμφισβήτητα η υψηλή αρτηριακή πίεση καταστρέφει το ενδοθήλιο των αρτηριών και καθιστά ευάλωτο σε αθηροσκλήρωση το τοίχωμά τους. Μέχρι σήμερα οι κατευθυντήριες οδηγίες θεωρούν ως πλέον αξιόπιστο μέτρο της αρτηριακής πίεσης τη μέση αρτηριακή πίεση, η οποία συσχετίζεται με το βαθμό προσβολής του τοιχώματος των αρτηριών από αθηροσκλήρωση καθώς και με τις επιπλοκές της, δηλαδή με το έμφραγμα του μυοκαρδίου, τα εγκεφαλικά επεισόδια και τα ανευρύσματα των αρτηριών. Με απλά λόγια όταν η μέση αρτηριακή πίεση είναι αυξημένη τότε αυξάνει και η πιθανότητα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου ή ενός εμφράγματος ή η ρήξη ενός ανευρύσματος.

Όμως μία τελευταία μελέτη που δημοσιεύεται στο Lancet δηλαδή σ’ ένα από τα πλέον έγκυρα ιατρικά περιοδικά από Βρετανούς και Σουηδούς επιστήμονες υποστηρίζει ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης μέσα στο 24ωρο είναι πιο επικίνδυνες από την υψηλή μέση αρτηριακή πίεση. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι ύστερα από τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα πρέπει να αλλάξουν οι κατευθυντήριες οδηγίες και οι γιατροί γενικής ιατρικής που αντιμετωπίζουν κάθε μέρα τους υπερτασικούς ασθενείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί για να εξασφαλίζουν μία σταθερή χαμηλή πίεση χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης προκαλούν μεγαλύτερους τραυματσιμούς στον εσωτυερικό χιτώνα των αρτηριών (ενδοθήλιο) απ’ ότι προκαλεί η σταθερή υψηλή αρτηριακή πίεση.
Γενικότερα θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο ορισμός των ορίων της φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης συνεχώς μεταβάλλεται. Σήμερα πιστεύεται ότι η αρτηριακή πίεση δεν θα πρέπει η μεγάλη (συστολική) να υπερβαίνει τα
120 mmHg και η μικρή (διαστολική) τα 80 mmHg. H άποψη του να θεωρούνται φυσιολογικές τιμές οι μικρότερες κατά το δυνατόν τιμές προέκυψε από αποτελέσματα πολυκεντρικών μελετών στις οποίες αποδείχθηκε ότι τα άτομα με αρτηριακή πίεση 110 mmHg είχαν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια από τα άτομα που είχαν αρτηριακή πίεση 120 mmHg ή 130 mmHg. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί ότι ακόμα και εκείνοι που έχουν φυσιολογικές τιμές αρτηριακής πίεσης έχουν περισσότερη πιθανότητα να ζήσουν περισσότερο και με καλλίτερη ποιοτική ζωή όταν η αρτηριακή τους πίεση παραμένει φυσιολογική στις κατώτερες κατά το δυνατόν τιμές.

Με αυστηρά κριτήρια εάν ένα άτομο κατά τη διάρκεια της εφηβείας του έχει τη μεγάλη πίεση 110 mmHg και κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής του η πίεση του φθάσει το 130-140 mmHg αυτό θεωρείται προϋπερτασικό και προβλέπεται ότι θα αναπτύξει στο μέλλον υπέρταση.
Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται κυρίως από την καλή λειτουργία των νεφρών, της καρδιάς και του νευρικού συστήματος. Στο 25% των περιπτώσεων η υπέρταση χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής δηλαδή δεν οφείλεται σε προφανή αιτία. Στις περιπτώσεις αυτές το νευρικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο γι’ αυτό. Και παλαιότερα η πίεση αυτή ονομάζετο νευροπίεση. Το χαρακτηριστικό της λεγόμενης νευροπίεσης είναι ότι οι διακυμάνσεις της πίεσης παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας, που το νευρικό σύστημα είναι ενεργό, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας η πίεση κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα.

Παλιότερα ο χρόνιος υπερτασικός ασθενής είχε κακή εξέλιξη. Τα εγκεφαλικά επεισόδια, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η ρήξη των ανευρυσμάτων απειλούσαν τη ζωή του, ιδιαίτερα εάν ο άρρωστος έπασχε και από σακχαρώδη διαβήτη. Σήμερα υπάρχει αναμφισβήτητα αισιόδοξη προοπτική.
Η εξέλιξη των διαγνωστικών τεχνικών σε συνδυασμό με τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρμακα έχουν ελαττώσει σε εντυπωσιακά ποσοστά τις σοβαρές επιπλοκές της υπέρτασης.

Ο υπερτασικός ασθενής προτού καταφύγει στα φάρμακα πρέπει να μεταβάλει την καθημερινότητά του. Το βάρος του να είναι φυσιολογικό, να ασκείται, να διατρέφεται κυρίως με μεσογειακή δίαιτα προσέχοντας ιδιαίτερα την υπερβολική κατανάλωση αλατιού. Τότε μπορεί να προσβλέπει με αισιοδοξία στο μέλλον.


Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρόεδρος του Ελληνικού Κολλεγίου Καρδιολογίας



    Στην κορυφή