Περιφερική αγγειοπάθεια


Στο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν δύο τύποι αγγείων, οι αρτηρίες και οι φλέβες. Οι αρτηρίες μεταφέρουν οξυγονομένο και πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες αίμα από την καρδιά στα υπόλοιπα όργανα. Από εκεί, οι φλέβες μεταφέρουν το αίμα στους πνεύμονες, όπου ξαναγεμίζει με οξυγόνο και επιστρέφει στην καρδιά. Ως περιφερική αγγειοπάθεια ονομάζεται κάθε νόσος των αγγείων του κυκλοφορικού συστήματος, εκτός των στεφανιαίων αγγείων. Αν και ο όρος περιλαμβάνει όλα τα αγγεία συνήθως αναφέρεται ως συνώνυμο της περιφερικής αρτηριοπάθειας, η οποία οφείλεται σε αθηρωμάτωση των αρτηριών και η οποία είναι η πιο συχνή πάθηση των περιφερικών αγγείων.

Η αθηρωμάτωση των περιφερικών αρτηριών, δηλαδή η εναπόθεση χοληστερόλης στο αρτηριακό τοίχωμα, είναι μια σταδιακή διαδικασία η οποία μπορεί να οδηγήσει στην στένωση και τελικά στο πλήρες φράξιμο αυτών. Οι αρτηρίες που προσβάλλονται πιο συχνά είναι οι καρωτίδες, που μεταφέρουν αίμα στον εγκέφαλο και οι αρτηρίες των κάτω άκρων. Σπανιότερα, μπορεί να προσβληθούν οι νεφρικές αρτηρίες και οι αρτηρίες των άνω άκρων. Όταν οι αρτηρίες στενεύουν, τότε η περιοχή, η οποία αρδρεύεται από αυτές δεν αιματώνεται αρκετά και προκαλείται ισχαιμία.
Η εκδήλωση και η φύση των συμπτωμάτων της ισχαιμίας εξαρτώνται από την περιοχή την οποία αιματώνει η συγκεκριμένη στενωμένη αρτηρία. Παραδείγματος χάριν, η στένωση ή το φράξιμο των καρωτίδων οδηγεί στην εκδήλωση παροδικού ισχαιμικού επεισοδίου ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η στένωση ή το φράξιμο των αγγείων των κάτω άκρων προκαλεί πόνο, ψυχρότητα των άκρων, κυάνωση ή ακόμα και γάγγραινα σε πολύ προχωρημένες καταστάσεις, ενώ η στένωση των νεφρικών αρτηριών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση υπέρτασης και νεφρικής ανεπάρκειας.

Η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση της περιφερικής αγγειοπάθειας πριν την μονιμοποίηση των βλαβών είναι σημαντική. Οι παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση περιφερικής αγγειοπάθειες είναι παρόμοιοι με εκείνους για την στεφανιαία νόσο. Οι άνδρες, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 50 ετών, κινδυνεύουν να προβληθούν περισσότερο από τις γυναίκες. Επίσης, υψηλού κινδύνου για εμφάνιση περιφερικής αγγειοπάθεις είναι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, παχυσαρκία ή με οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου ή αγγειακού εγκεφαλικού και οι καπνιστές. Τα άτομα που πάσχουν από στεφανιαία νόσο έχουν αυξημένη πιθανότητα να έχουν και περιφερική αγγειοπάθεια και το ανάποδο, τα άτομα με περιφερική αγγειοπάθεια έχουν αυξημένη πιθανότητα να παρουσιάσουν και στεφανιαία νόσο.

Η διάγνωση της περιφερικής αγγειοπάθειας γίνεται με την κλινική εικόνα, την κλινική εξέταση και διενέργεια κάποιων εξειδικευμένων απεικονιστικών εξετάσων, όπως το υπερηχογράφημα και η αγγειογραφία. Η αντιμετώπιση της περιφερικής αγγειοπάθειας μπορεί να είναι φαρμακευτική ή/και επεμβατική ανάλογα με την έκταση και την βαρύτητα. Φυσικά είναι απαραίτητη η δραστική ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου και η αλλάγή του ανθυγιεινού τρόπου ζωής (διακοπή του καπνίσματος, περπάτημα, αποφυγή κατανάλωσης λιπαρών τροφών πλούσιων σε αλάτι κ.α.). Τα φάρμακα που συνήθως χορηγούνται είναι τα αντιαιμοπεταλικά (π.χ. η ασπιρίνη), τα υπολιπιδαιμικά (π.χ. οι στατίνες) και κάποια άλλα όπως η σιλοσταζόλη και η πεντοξυφυλλίνη. Σε κάποιες προχωρημένες περιπτώσεις η φαρμακευτική αγωγή και η διόρθωση των παραγόντων κινδύνου δεν είναι αρκετή. Τότε είναι απαραίτητη η επεμβατική αντιμετώπιση της νόσου είτε διαδερμικά με αγγειοπλαστική και τοποθέτηση stent είτε χειρουργικά με παράκαμψη των αρτηριών που πάσχουν.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

    Στην κορυφή