NEA ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ


Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι μία συστηματική, χρόνια, αυτοάνοση νόσος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των αρθρώσεων (ή αρθρικός υμένας) και προκαλεί αρθρική βλάβη με χρόνιο άλγος, δυσκαμψία, οίδημα και κόπωση. Η ΡΑ προκαλεί περιορισμό στο εύρος των κινήσεων και μείωση της λειτουργικότητας των αρθρώσεων. Προσβάλλει περίπου το ένα τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων πάνω από 2,9 εκατομμυρίων ανθρώπων στην ΕΕ. Η πάθηση είναι πιο συχνή στις γυναίκες παρά στους άνδρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 75% των ασθενών που έχουν διαγνωσθεί με ΡΑ

Ανακοινώθηκαν πρόσφατα τα αποτελέσματα της μελέτης AMPLE (Abatacept Versus Adalimumab Comparison in BiologicNaïve rheumatoid arthritis (RA) Subjects With Background Methotrexate Σύγκριση abatacept έναντι adalimumab σε πρωτοθεραπευόμενους με βιολογικό παράγοντα ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα ΡΑ), σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη), μίας κλινικής μελέτης απευθείας σύγκρισης 646 ασθενών που συνέκρινε το υποδορίως (SC) χορηγούμενο σκεύασμα abatacept με το adalimumab, σε πρωτοθεραπευόμενους με βιολογικούς παράγοντες ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ), οι οποίοι λαμβάνουν βασική αγωγή με μεθοτρεξάτη (MTX). Η AMPLE πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό της σημείο (μετρούμενο βάσει της μη κατωτερότητας) και κατέδειξε ότι ο συνδυασμός abatacept συν MTX πέτυχε συγκρίσιμα ποσοστά αποτελεσματικότητας της τάξεως του 64,8% έναντι 63,4% του συνδυασμού adalimumab συν MTX, με βάση τα κριτήρια του Αμερικανικού Κολλεγίου Ρευματολογίας για ανταπόκριση 20% (ACR20) στο 1 έτος.

Αξιολογήθηκαν επίσης οι ACR50, 70 και η μείζων κλινική ανταπόκριση (συνεχής ACR70 για 6 μήνες), που θεωρούνται αυστηρότερα μέτρα για την αποτελεσματικότητα, καθώς και το DAS28CRP, στο 1 έτος και διαπιστώθηκε ότι ήταν γενικά συγκρίσιμες για τα δύο σκέλη. Η κινητική ανταπόκρισης και η αναστολή της ακτινολογικής εξέλιξης της νόσου ήταν γενικά συγκρίσιμες για τις δύο ομάδες κατά τη περίοδο των 12 μηνών. Οι αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης (ένα βασικό δευτερεύον καταληκτικό σημείο) ήταν στατιστικά σημαντικά λιγότερες στην ομάδα που έλαβε abatacept συν MTX. Οι περιπτώσεις διακοπής της θεραπείας εξαιτίας ανεπιθύμητων συμβάντων ήταν 3,5% για το συνδυασμό abatacept συν MTX σε σύγκριση με 6,1% για το συνδυασμό adalimumab συν MTX, ενώ το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω σοβαρών ανεπιθύμητων συμβάντων ανέρχεται σε 1,3% για το συνδυασμό abatacept συν MTX σε σύγκριση με 3% για το συνδυασμό adalimumab συν MTX. Τα ποσοστά των
αυτοανοσων συμβάντων (ήπιας έως μέτριας βαρύτητας) που αναφέρθηκαν για την ομάδα που έλαβε abatacept SC συν MTX ήταν 3,1% έναντι 1,2% για την ομάδα που έλαβε adalimumab συν MTX. Άλλες εκβάσεις για την ασφάλεια ήταν συγκρίσιμες στους 12 μήνες. Τα αποτελέσματα της AMPLE παρουσιάστηκαν σήμερα στο Ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ρευματολογίας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κατά του Ρευματισμού (EULAR).

«Τα αποτελέσματα από την AMPLE παρέχουν σημαντικές πληροφορίες συγκρίνοντας την αποτελεσματικότητα του abatacept SC με το adalimumab, συμπεριλαμβανομένης της κινητικής της ανταπόκρισης» δήλωσε ο Michael Schiff, M.D., M.A.C.R., Πανεπιστήμιο του Colorado και κύριος ερευνητής της μελέτης AMPLE. «Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν τη συγκρισιμότητα μεταξύ των δύο παραγόντων ως προς το κύριο καταληκτικό σημείο της ανταπόκρισης κατά ACR20 και παρεμφερή δεδομένα για τις ACR50 και 70.».

«Η AMPLE είναι η πρώτη μελέτη απευθείας σύγκρισης δύο βιολογικών παραγόντων που περιλαμβάνει καταληκτικά σημεία ακτινολογικής εξέλιξης της νόσου και παρέχει σημαντικά δεδομένα σχετικά με τις οστικές διαβρώσεις και τη στένωση του μεσάρθριου διαστήματος σε ασθενείς υπό βασική αγωγή με μεθοτρεξάτη, οι οποίοι λαμβάνουν abatacept SC και adalimumab», δήλωσε η Désirée van der Heijde, M.D. Ph.D., Καθηγήτρια Ρευματολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Leiden.

Σχετικά με τη Μελέτη

Η AMPLE είναι μία φάσης ΙΙΙb, τυχαιοποιημένη, τυφλή ως προς τον ερευνητή, πολυεθνική μελέτη διάρκειας 24 μηνών με ένα κύριο καταληκτικό σημείο αποτελεσματικότητας στους 12 μήνες (μη κατωτερότητα κατά ACR20). Η μελέτη συμπεριέλαβε 646 ενήλικες, πρωτοθεραπευόμενους με βιολογικούς παράγοντες ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ενεργό ΡΑ και ανεπαρκή ανταπόκριση σε MTX. Από αυτούς οι 318 ήταν στην ομάδα που έλαβε abatacept SC συν MTX και οι 328 στην ομάδα που έλαβε adalimumab συν MTX. Οι ασθενείς στρωματοποιήθηκαν με βάση την ενεργότητα της νόσου και τυχαιοποιήθηκαν σε λήψη είτε 125 mg abatacept SC την εβδομάδα (χωρίς ενδοφλέβια δόση φόρτισης) ή 40 mg adalimumab κάθε δεύτερη εβδομάδα, σε συνδυασμό με MTX. Το κύριο καταληκτικό σημείο ήταν ο προσδιορισμός της μη κατωτερότητας του συνδυασμού abatacept SC συν MTX έναντι του συνδυασμού adalimumab συν MTX με βάση τη διαφορά στην ανταπόκριση κατά ACR20 στους 12 μήνες. Στα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία περιλαμβάνονταν οι αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, η απουσία ακτινολογικής εξέλιξης της νόσου με βάση τη συνολική, τροποποιημένη κατά van der Heijde, βαθμολογία Sharp (mTSS), η ασφάλεια και η παραμονή στη θεραπεία.

Σχετικά με το abatacept

Το abatacept είναι ένας εκλεκτικός τροποποιητής της συνδιέγερσης των Τκυττάρων. Έχει σχεδιαστεί για να προλαμβάνει την πλήρη ενεργοποίηση των Τκυττάρων και να αναστέλλει την απελευθέρωση των χημικών ουσιών που οδηγούν σε φλεγμονή και βλάβη των αρθρώσεων, όπως παρατηρείται στη ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ), και την πολυαρθρική Νεανική Ιδιοπαθή Αρθρίτιδα (πΝΙΑ) ).

Το abatacept είναι ο πρώτος βιολογικός παράγοντας που ανακαλύφθηκε και αναπτύχθηκε στα ερευνητικά κέντρα της BristolMyers Squibb, ενώ το ενδοφλεβίως χορηγούμενο IV) abatacept εγκρίθηκε για πρώτη φορά για τη ΡΑ σε ενηλίκους τον Μάιο του 2007 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το abatacept SC δεν διαθέτει άδεια επί του παρόντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το abatacept σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη (MTX) ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ενεργού ΡΑ σε ενηλίκους ασθενείς που παρουσίασαν ανεπαρκή ανταπόκριση σε παλαιότερη θεραπεία με ένα ή περισσότερα τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα (DMARD) συμπεριλαμβανομένης της μεθοτρεξάτης (MTX) ή ενός ανταγωνιστή του παράγοντα νέκρωσης όγκου (TNF). Κατά τη διάρκεια της συνδυασμένης θεραπείας με abatacept και MTX έχει καταδειχθεί μείωση στην εξέλιξη της αρθρικής βλάβης και βελτίωση της σωματικής λειτουργίας.

Το abatacept, σε συνδυασμό με MTX ενδείκνυται ακόμη για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ενεργού πΝΙΑ σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας έξι ετών και άνω, οι οποίοι παρουσίασαν ανεπαρκή ανταπόκριση σε άλλα DMARD, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον ενός αναστολέα του TNF. Το abatacept δεν έχει μελετηθεί σε παιδιά ηλικίας κάτω των έξι ετών.

Τα πιο συχνά αναφερθέντα ανεπιθύμητα συμβάντα (≥ 5%) μεταξύ των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με abatacept ήταν κεφαλαλγία, ναυτία και λοιμώξεις της ανώτερης αναπνευστικής οδού. Σε νεότερους ασθενείς οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται σε ενήλικες.

    Στην κορυφή