ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ: ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΘΑΝΑΤΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΕΙ


Νέα δεδομένα επισημαίνουν τη σημασία της πρώιμης αναγνώρισης και αντιμετώπισης ασθενών με αρρύθμιστους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου

Οι ειδικοί που διεξήγαγαν μία πανευρωπαϊκή μελέτη κατάληξαν στο συμπέρασμα ότι μέσω καλύτερης αναγνώρισης και αντιμετώπισης των κλασικών παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου (CVD), όπως υπέρταση, διαβήτης, δυσλιπιδαιμία και παχυσαρκία, θα μπορούσε να αποφευχθεί ένα μεγάλο ποσοστό θανάτων από στεφανιαία νόσο σε όλη την Ευρώπη. Τα πρώτα αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής Μελέτης στην Πρόληψη και την αντιμετώπιση του Καρδιαγγειακού Κινδύνου στην Καθημερινή Πρακτική (EURIKA) ανακοινώθηκαν αποκαλύπτοντας διάφορα κοινά εμπόδια που περιορίζουν τη χρήση των μοντέλων εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου και τις κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες από τους ιατρούς.

«Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν ότι παρά τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας(ESC) για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων και τη διαθεσιμότητα ενός μεγάλου εύρους μοντέλων αξιολόγησης κινδύνου, οι παράγοντες κινδύνου δεν έχουν τεθεί υπό επαρκή έλεγχο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της καρδιαγγειακής θνησιμότητας στην Ευρώπη», είπε μεταξύ άλλων ο καθηγητής Jean Dalongeville του Ινστιτούτου Pasteur, Lille, Lille Cedex, στη Γαλλία και μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής της EURIKA.

H EURIKA ήταν μία πανευρωπαϊκή μελέτη παρατήρησης που αξιολόγησε το επίπεδο ελέγχου των κύριων παραγόντων κίνδυνου της καρδιαγγειακής νόσου σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου.Η μελέτη περιέλαβε 7.641 ασθενείς άνω των 50 ετών (μέση ηλικία 63,2 έτη) που δεν έπασχαν από καρδιαγγειακή νόσο αλλά είχαν ένα τουλάχιστον παράγοντα κινδύνου όπως αυτοί καθορίζονται από τις κατευθυντήριες οδηγίες της ESC του 2007ii. Επιπρόσθετα, 806 ιατροί που συμμετείχαν στην μελέτη ρωτήθηκαν προκειμένου να μελετηθεί η καθημερινή αντιμετώπιση των κλασικών παραγόντων κινδύνου συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των μοντέλων υπολογισμού του καρδιαγγειακού κινδύνου και των κατευθυντήριων οδηγιών όπως και να αναζητηθούν οι παράγοντες που περιορίζουν τη χρήση τους. Τα ευρήματα ανακοινώθηκαν στο Ετήσιο Συνέδριο International Society For Pharmacoeconomics and Outcomes Research (ISPOR).

Τα βασικά ευρήματα καταδεικνύουν την ανάγκη καλύτερης προληπτικής φροντίδας στους ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο.
H Οργανωτική Επιτροπή της μελέτης EURIKA υπολόγισε ότι η προσαρμοσμένη αυξημένη θνησιμότητα οφειλόμενη σε κάθε παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου είναι 17% για τους νυν καπνιστές, 23% για τα άτομα με αρτηριακή υπέρταση, 26% για τους δυσλιπιδαιμικούς και 30% για τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη, με βάση το μοντέλο της μελέτης NHANES III1.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μεταξύ των ασθενών που είναι σε θεραπεία για ένα κλασικό παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, το 60% δεν τον είχε ρυθμίσει επαρκώς σύμφωνα με τα πρότυπα που καθορίζονται από τις Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες. Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών στη μελέτη EURIKA θεωρήθηκαν υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση θανατηφόρου καρδιαγγειακής νόσου.

Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος υπολογίστηκε με βάση το σύστημα SCORE (Systemic Coronary Risk Evaluation), το σύστημα υπολογισμού καρδιαγγειακής νόσου της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Καρδιολογίας (ESC).

Η αυξημένη συμμόρφωση του ιατρού μπορεί να ελαττώσει τους θανάτους από στεφανιαία νόσο οι οποίοι μπορούν να αποφευχθούν.
Περίπου 30% των ιατρών δήλωσαν ότι δεν χρησιμοποιούν μοντέλα αξιολόγησης κινδύνου εξαιτίας έλλειψης χρόνου (59,8%), επειδή τα βρίσκουν μικρής χρηστικότητας (21,7%), επειδή δεν γνωρίζουν πώς να τα χρησιμοποιούν (19,7%) ή επειδή δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν μετά την αξιολόγηση του κινδύνου (4,1%).

Επιπρόσθετα, περίπου 13% των ιατρών δήλωσε ότι δεν ακολουθεί κατευθυντήριες οδηγίες στην αντιμετώπιση του καρδιαγγειακού κινδύνου, δηλώνοντας ως συχνούς παράγοντες περιορισμού της χρήσης τους: την αβεβαιότητα για το ποιες ακριβώς πρέπει να ακολουθήσει (47,5%),τον χρονικό περιορισμό (33,7%), την έλλειψη γνώσης (27,7%) και την αντίληψη ότι είναι μη ρεαλιστικές (23,8%).

Ο καθηγητής Julian Halcox, Πανεπιστήμιο Cardiff, ΗΒ, ένα ακόμα μέλος της οργανωτικής επιτροπής της EURIKA δήλωσε συμπερασματικά: «Γνωρίζουμε ότι η αποτελεσματική αξιολόγηση και θεραπεία των παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και η τήρηση των κατευθυντήριων οδηγιών για βέλτιστη πρακτική σε αυτόν το σημαντικό τομέα μπορεί να μειώσει τον αριθμό των καρδιακών προσβολών, εγκεφαλικών επεισοδίων και καρδιαγγειακών θανάτων, οι οποίοι μπορούν να αποφευχθούν. Αυτό είναι ένα όφελος όχι μόνο για τους ασθενείς και τις οικογένειες τους αλλά μπορεί δυνητικά να μειώσει το κόστος στον τομέα της υγείας. Τα αποτελέσματα της μελέτης EURIKA παρέχουν χρήσιμα, βασισμένα στην καθημερινή πρακτική συμπεράσματα στους καρδιολόγους, τις εθνικές υγειονομικές αρχές και στη βιομηχανία προκειμένου να συμβάλλουν στη στρατηγική δημόσιας υγείας στην Ευρώπη».

Επιπλέον δεδομένα από τη μελέτη EURIKA, όπως ανάλυση των αποτελεσμάτων της ανά χώρα αναμένονται το 2011. Η μελέτη αυτή χρηματοδοτήθηκε από την AstraZeneca ως μέρος της συνεχούς δέσμευσής της στην προσπάθεια βελτίωσης της αντιμετώπισης της καρδιαγγειακής νόσου και των παραγόντων κινδύνου της και σχεδιάστηκε, διεκπεραιώθηκε και αναλύθηκε από μία ανεξάρτητη ακαδημαϊκή Οργανωτική Επιτροπή σε όλη την Ευρώπη.



    Στην κορυφή