Ιατρικά Άρθρα - Αθηροσκλήρωση Δ. Κρεμαστινός



Απο το βιβλίο του Καθηγητή Καρδιολογίας κ. Δημήτριου Θ. Κρεμαστινού
«Μπορούμε να νικήσουμε τις καρδιοπάθειες»
του Εκδοτικού Οίκου Α.Α. Λιβάνη

ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗ



Αθηροσκλήρωση και αρτηριοσκλήρυνση

Πολλοί άρρωστοι ρωτούν ποια είναι η διαφορά της αρτηριοσκλήρυνσης από την αθηροσκλήρωση. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος τις δύο αυτές παθολογικές οντότητες. Και αυτό γιατί πολλές φορές συνυπάρχουν.

Εντούτοις μπορεί αναμφισβήτητα να λεχθεί ότι η αρτηριοσκλήρυνση είναι η φυσική συνέπεια της ηλικίας, όταν οι αρτηρίες χάνουν την ελαστικότητά τους και γίνονται πιο σκληρές. Η αθηροσκλήρωση σηματοδοτεί τη δημιουργία αθηροσκληρωτικών βλαβών στο τοίχωμα των αρτηριών.

Οι βλάβες αυτές δημιουργούνται κυρίως από εναποθέσεις χοληστερίνης και ασβεστίου στο τοίχωμα των αρτηριών. Αυτές οι πλάκες δημιουργούν συνήθως στενώσεις στις αρτηρίες της καρδιάς και όταν σπάσουν προκαλούν έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη ή ακόμα και αιφνίδιο θάνατο. Το σπάσιμο των πλακών αυτών πραγματοποιείται συνήθως προτού αυτές δημιουργήσουν σημαντική στένωση στις αρτηρίες. Γι' αυτό και τα εμφράγματα δεν προειδοποιούν με πρόδρομα συμπτώματα (με τη μορφή του στηθαγχικού πόνου), αλλά εμφανίζονται απροειδοποίητα.

Αυτή η βασική γνώση υπήρξε αποτέλεσμα ερευνών της τελευταίας εικοσαετίας και οδήγησε στην επαναστατική διάγνωση των μικρών επικίνδυνων αθηροσκληρωτικών πλακών με τη βοήθεια της αξονικής τομογραφίας. Η σταθεροποίηση των αθηροσκληρωτικών πλακών με συγκεκριμένη και συγκροτημένη θεραπεία πέτυχε την ελάττωση των εμφραγμάτων κατά 30-40%.

Η συνήθης κλινική εικόνα είναι η συνύπαρξη αρτηριοσκλήρυνσης και αθηροσκλήρωσης στη μέση και προχωρημένη ηλικία σε όλες τις αρτηρίες του σώματος. Η εκδήλωση συμπτωμάτων εξαρτάται από την έκταση και τη βαρύτητα των βλαβών στη συγκεκριμένη περιοχή που προσβάλλεται.

Αντίστοιχα προς τη στηθάγχη, όταν η προσβολή αφορά τα πόδια, η νόσος εκδηλώνεται με πόνο στις κνήμες, στους γλουτούς ή στα ισχία, ο οποίος εμφανίζεται με την άσκηση, το τρέξιμο ή το περπάτημα. Ενίοτε εμφανίζεται πόνος ή μούδιασμα στα πέλματα ή στα δάχτυλα των ποδιών. Ο πόνος αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι οι μύες των ποδιών δεν μπορούν να προσλάβουν το απαιτούμενο οξυγόνο, γιατί λόγω της στενώσεως του αυλού της αρτηρίας ελαττώνεται το αίμα, το οποίο μεταφέρει το οξυγόνο στις περιοχές αυτές του σώματος.

Τα συμπτώματα υποχωρούν αμέσως μετά τη διακοπή της προσπάθειας και επανέρχονται εάν η προσπάθεια επαναληφθεί. Ο άρρωστος δεν θα πρέπει να σταματά το βάδισμα, αλλά αντιθέτως να το συνεχίζει, καθώς έτσι δημιουργείται η παράπλευρη κυκλοφορία (φυσικό bypass), η οποία τελικά βελτιώνει τον ασθενή και τον προφυλάσσει από επιπλοκές (τύπου οξείας απόφραξης της αρτηρίας ή γάγγραινας των ποδιών). Η ελαττωμένη παροχή αίματος στα πόδια προκαλεί επίσης μακροχρόνια φλεγμονή, και ειδικότερα των νεύρων, γεγονός που γίνεται αντιληπτό με κάψιμο ή μούδιασμα στα πόδια ή στα πέλματα.

Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται ιδιαίτερα στους αρρώστους που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Η διαβητική νευροπάθεια που προκαλεί το αυξημένο σάκχαρο μειώνει την αίσθηση της αφής στα πόδια, με αποτέλεσμα ο οποιοσδήποτε τραυματισμός, ακόμα και οι μικροτραυματισμοί, να οδηγούν στον κίνδυνο ανάπτυξης τοπικής φλεγμονής ή και νέκρωσης των ποδιών (γάγγραινα). Έτσι, εάν δεν ληφθούν όλα αυτά υπόψη, ο διαβητικός άρρωστος κινδυνεύει να χάσει ακόμα και το πόδι του.
Τελικά η αρτηριοσκλήρυνση - αθηροσκλήρωση συνιστά σήμερα τη σοβαρότερη απειλή για τον άνθρωπο, γιατί είναι η πηγή των εγκεφαλικών, των καρδιακών και γενικότερα όλων των ισχαιμικών επεισοδίων του οργανισμού.



Η αθηροσκλήρωση

Συχνά οι ασθενείς διερωτώνται: Τι είναι η αρτηριοσκλήρωση που συχνά ακούω από το γιατρό µου; Δεν αντιλαµβάνοµαι τι σηµαίνει για µένα. Η λέξη αρτηριοσκλήρωση αντιστοιχεί στον επιστηµονικό όρο αθηροσκλήρωση. Πράγµατι η ετυµολογία της λέξης προδίδει ότι οι αρτηρίες γίνονται πιο σκληρές. Χάνουν την ελαστικότητά τους. Το τοίχωµά τους γίνεται πιο παχύ, ενώ καταστρέφεται σιγά σιγά ο εσωτερικός τους χιτώνας, που λέγεται ενδοθήλιο.

Έτσι παύουν να παράγονται οι απαιραίτητες ουσίες που εξασφαλίζουν τη φυσιολογική ελαστικότητα των αρτηριών. Παύουν να παράγονται οι ουσίες που προφυλάσσουν τα τοιχώµατα των αρτηριών από τη λεγόµενη καταστροφική δράση της χοληστερίνης. Η χοληστερίνη, και ειδικά η λεγόµενη κακή χοληστερίνη (LDL), βρίσκει την ευκαιρία να περάσει από το ενδοθήλιο και να εγκατασταθεί στο τοίχωµα της αρτηρίας. Η αρτηρία τότε προσπαθεί να περιχαρακώσει τις εστίες καταστροφής. Έτσι µε την ανάπτυξη συνδετικού ιστού προσπαθεί να προσαρµοστεί. Αλλάζει γεωµετρικό σχήµα. Άλλοτε φαρδαίνει και άλλοτε στενεύει.

Στο τοίχωµά της αναπτύσσονται όζοι µε πυρήνα χοληστερίνης, που πολλές φορές προεξέχουν στο εσωτερικό της αρτηρίας και δηµιουργούν τις αθηροσκληρωτικές ή αθηρωµατικές πλάκες. Oι πλάκες αυτές είναι σαν βόµβες, που σιγά σιγά µεγαλώνουν και αποφράσσουν τον αυλό της αρτηρίας. Κατά τη διάρκεια της µεγέθυνσής τους, µέχρις ότου αποφράξουν το 70% του εσωτερικού της αρτηρίας, οι πλάκες αυτές σπάνε και δηµιουργούν τις θροµβώσεις και τις αποφράξεις των αρτηριών της καρδιάς, του εγκεφάλου και άλλων ευγενών οργάνων του οργανισµού. Έτσι δηµιουργούνται τα λεγόµενα οξέα ισχαιµικά επεισόδια, που ο κόσµος τα γνωρίζει σαν καρδιακά ή εγκεφαλικά επεισόδια. Όσο πιο µικρή είναι η πλάκα, όταν σπάσει, τόσο η καταστροφή είναι µεγαλύτερη. Όσο πιο µεγάλη είναι η πλάκα, τόσο η καταστροφή είναι µικρότερη, γιατί ο οργανισµός προλαβαίνει να δηµιουργήσει δική του εφεδρική κυκλοφορία (παράπλευρη κυκλοφορία), η οποία προστατεύει το όργανο όταν αποφραχθεί πλήρως η κεντρική αρτηρία. Έτσι η λέξη αρτηριοσκλήρωση σηµατοδοτεί το πιθανό επερχόµενο ισχαιµικό επεισόδιο.



Oι αγγειοπάθειες και η αθηροσκλήρωση

Αγγειοπάθειες ονοµάζονται όλες οι παθήσεις των αγγείων, δηλαδή των αρτηριών και των φλεβών. Ιδιαίτερη όµως σηµασία έχουν οι αρτηριοπάθειες που συνδέονται µε την αθηροσκλήρωση. Όταν εκδηλώνεται η αθηροσκλήρωση, στα τοιχώµατα των αρτηριών αναπτύσσονται αθηρώµατα (πλάκες γεµάτες χοληστερίνη), ενώ η αρτηρία χάνει την ελαστικότητά της. Oι αθηρωµατικές πλάκες, εάν δεν περιβάλλονται από ισχυρή και παχιά κάψα, κινδυνεύουν να σπάσουν, και το εσωτερικό τους περιεχόµενο µπορεί να δηµιουργήσει ένα θρόµβο αίµατος, ο οποίος συνήθως αποφράσσει πλήρως την αρτηρία.

Πολλοί πιστεύουν ότι εάν εξαλείψουν µε κάθε τρόπο τις στενώσεις των αρτηριών, τότε ελαττώνουν τις πιθανότητες ενός εµφράγµατος ή ενός εγκεφαλικού επεισοδίου. Δυστυχώς όµως η πραγµατικότητα είναι διαφορετική. Oι στενώσεις, και ιδιαίτερα οι µεγάλες στενώσεις, είναι καλοήθεις, γιατί κατά κανόνα περιβάλλονται από ισχυρές και παχιές κάψες, οι οποίες τις προστατεύουν από τη ρήξη (σπάσιµο). Για το λόγο αυτό όταν γίνεται εγχείρηση bypass ή αγγειοπλαστική, µε στόχο να αντιµετωπιστούν οι χρόνιες αποφρακτικές βλάβες των αρτηριών, οι ασθενείς δεν ζουν περισσότερο, ούτε προστατεύονται από το έµφραγµα ή τον αιφνίδιο θάνατο. Αντιθέτως αυτές οι µέθοδοι είναι ιδιαίτερα χρήσιµες όταν εφαρµόζονται σε ασθένειες µε µικρές και ασταθείς πλάκες κατά την περίοδο της εκδήλωσης ενός οξέος επεισοδίου (ασταθής στηθάγχη, εξελισσόµενο έµφραγµα του µυοκαρδίου).

Oι αρτηριοπάθειες που οφείλονται στην αθηροσκλήρωση δεν εκδηλώνονται µόνο µε τη µορφή των στενώσεων ή των αποφράξεων των αρτη-ριών, αλλά και µε τη µορφή της διάτασης ή του ανευρύσµατος των αρτηριών. Έτσι πολλές φορές γίνεται το λάθος να επικεντρώνεται η θεραπευτική προσπάθεια µόνο στην αντιµετώπιση των στενώσεων. Oι διατάσεις ή τα ανευρύσµατα των αρτηριών µπορούν να προκαλέσουν, εξίσου µε τις στενώσεις, θανατηφόρα επεισόδια από θροµβώσεις ή αιµορραγία (ρήξη) της αρτηρίας. Έτσι κάθε αγγειακός άρρωστος πρέπει να αντιµετωπίζεται κυρίως συνολικά και δευτερευόντως τοπικά.

Αυτό µπορεί να παροµοιαστεί µε µια πυρκαγιά µε πολλές εστίες, που κάποιος προσπαθεί να τις σβήσει µία προς µία ξεχωριστά και όχι το σύνολο των εστιών ταυτόχρονα. Με τον τρόπο αυτό όχι µόνο δεν περιορίζεται η πυρκαγιά, αλλά συνήθως καίγεται ολόκληρο το δάσος. Έτσι, π.χ., όταν ένας ασθενής υποβάλλεται σε θεραπεία µόνο για στεφανιαία νόσο και όχι συνολικά για γενικευµένη αρτηριοπάθεια, πολλές φορές το αγγειακό επεισόδιο που εκδηλώνεται δεν είναι από την καρδιά, αλλά από τον εγκέφαλο ή από την αορτή (ρήξη ανευρύσµατος). O ασθενής δηλαδή µε τη θεραπεία προστατεύεται από καρδιακά επεισόδια, όµως η ζωή του κινδυνεύει από εγκεφαλικό επεισόδιο ή από ρήξη ανευρύσµατος της αορτής.

Oι εντοπισµένες και κατευθυνόµενες θεραπείες για την αντιµετώπιση των εστιακών βλαβών πρέπει πάντα να ακολουθούν τη γενικευµένη θεραπεία. Εάν οι τοπικές θεραπείες (εγχείρηση bypass, αγγειοπλαστική, stent κτλ.) είναι αποσπασµατικές, όχι µόνο δεν ελαττώνουν τη θνητότητα της αθηροσκληρωτικής νόσου, αλλά αυξάνουν τη νοσηρότητα των ασθενών, κυρίως λόγω επιπλοκών που σε ορισµένες περιπτώσεις παρατηρούνται κατά την εφαρµογή της θεραπείας. Το έργο βέβαια της θεραπείας δεν ανήκει στον ασθενή, αλλά είναι έργο του γιατρού του. Καλό όµως είναι να είναι ενηµερωµένος και ο ασθενής για το γενικότερο προβληµατισµό ο οποίος αναπτύσσεται σήµερα διεθνώς και αφορά τη θεραπεία της αθηροσκλήρωσης.



Tι είναι το ενδοθήλιο;

Πολλές φορές πολλοί καρδιοπαθείς σε συζητήσεις µεταξύ τους αναρωτιού­νται για µια περίεργη λέξη που συχνά ακούνε από τους γιατρούς. Tη λέξη ενδοθήλιο. Το ενδοθήλιο είναι ο εσωτερικός χιτώνας κάθε αρτηρίας, που προστατεύει την αρτηρία. Στην πραγµατικότητα όµως είναι ένας τεράστιος αδέ-νας, που προστατεύει την καρδιά και παράγει ουσίες που προκαλούν αγγειοδιαστολή και αγγειοσύσπαση των αρτηριών, καθώς και αντιθροµβωτικές ουσίες. Oι ουσίες αυτές εξασφαλίζουν την οµαλή ροή του αίµατος στις στεφανιαίες αρτηρίες, αντιστρατεύονται τη δηµιουργία και το µεγάλωµα της αρτηριοσκληρυντικής πλάκας, καθώς και τη δηµιουργία θρόµβου στο εσωτερικό της αρτηρίας.

Όταν το ενδοθήλιο λειτουργεί φυσιολογικά, ο άνθρωπος δεν κινδυνεύει από έµφραγµα ή από αιφνίδιο θάνατο που προκαλείται από τη δηµιουργία θρόµβου. Έτσι εάν υπάρχει φυσιολογική λειτουργία του ενδοθηλίου κάθε άνθρωπος µπορεί να αισθάνεται ασφαλής. H αθηροσκλήρωση είναι ο εχθρός του ενδοθηλίου. Oι πρώτες βλάβες παρουσιάζονται από την εφηβεία και αρχίζουν να γίνονται επικίνδυνες από την ηλικία των 35-40 ετών.

Mέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι καρδιολόγοι λάµβαναν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τις σοβαρές αποφράξεις (βουλώµατα) των στεφανιαίων αρτηριών. Mέχρι τότε η Kαρδιολογία πίστευε ότι οι σοβαρές αποφράξεις (βουλώµατα) των αρτηριών ήταν υπεύθυνες για το έµφραγµα και για τον αιφνίδιο θάνατο. Σήµερα πια έχει αποδειχτεί ότι µόνο το 20% των εµφραγµάτων και των αιφνίδιων θανάτων οφείλονται στις µεγάλες στενώσεις.

Aντιθέτως, στο 80% των περιπτώσεων, το έµφραγµα, ο αιφνίδιος θάνατος και η ασταθής στηθάγχη δηµιουργούνται από µικρές βλάβες στο εσωτερικό τοίχωµα των αρτηριών, που συνοδεύονται από βλάβη και καταστροφή του ενδοθηλίου. Στο 20% των περιπτώσεων δεν υπάρχει καθόλου ορατή πλάκα. Aρκεί ακόµα και η απλή διάβρωση του ενδοθηλίου. Oι τελευταίες αυτές διαπιστώσεις οδήγησαν σε διαφορετικές στρατηγικές θεραπείας της στεφανιαίας νόσου, που στοχεύουν στην αναζωογόνηση της λειτουργικότητας του ενδοθηλίου και εφαρµόζονται σήµερα. Tο έµφραγµα του µυοκαρδίου, η ασταθής στηθάγχη και ο αιφνίδιος θάνατος που οφείλεται στην ισχαιµία έχουν µειωθεί σε ποσοστά

30-40% σε σχέση µε το παρελθόν. Aύριο µε τη γονιδιακή θεραπεία πιστεύεται ότι θα πάψει να υπάρχει η στεφανιαία νόσος.



Tι καθορίζει κυρίως την καρδιακή προσβολή;

Πολλοί πιστεύουν ότι ο κύριος παράγοντας που προκαλεί την οξεία απόφραξη µιας στεφανιαίας αρτηρίας είναι ο βαθµός στένωσης της αρτηρίας. Aυτό είναι απολύτως ανακριβές. Aντιθέτως ο βαθµός της στένωσης (βουλωµένη αρτηρία) έχει τη µικρότερη σηµασία. Oι κυριότεροι παράγοντες που καθορίζουν την επερχόµενη καρδιακή προσβολή, σύµφωνα µε τα διεθνώς αποδεκτά, είναι οι εξής:

1. H διάχυτη αθηροσκλήρωση: Για κάθε ορατή στένωση στη στεφανιογραφία αντιστοιχούν 3 µικρότερες αρτηριοσκληρωτικές πλάκες γύρω από αυτή. H κάθε µία από αυτές έχει µεγαλύτερη πιθανότητα να ραγεί (να σπάσει) σε σύγκριση µε τις µεγάλες και να δηµιουργήσει θρόµβο, ο οποίος τελικά αποφράσσει την αρτηρία.

2. H διάχυτη φλεγµονή: Σε κάθε αρτηρία που προσβάλλεται από αθηροσκλήρωση αναπτύσσεται φλεγµονή. H φλεγµονή αυτή αδυνατίζει την κάψα (περίβληµα) των µικρών αθηρωµατικών πλακών. Έτσι διευκολύνεται η ρήξη (σπάσιµο) της πλάκας, µε συνέπεια την πλήρη απόφραξη της στεφανιαίας αρτηρίας.

3. H ενεργοποίηση των αιµοπεταλίων: Tα αιµοπετάλια είναι συστατικά του αίµατος που συµβάλλουν στο να σχηµατιστεί θρόµβος όταν εκδηλώνεται αιµορραγία σε οποιοδήποτε σηµείο του σώµατος. H λειτουργία αυτή των αιµοπεταλίων οδηγεί στο σταµάτηµα της αιµορραγίας. Όταν τα αιµοπετάλια έρχονται σε επαφή µε ανώµαλη επιφάνεια, ενεργοποιούνται και συγκολλώνται µεταξύ τους, απελευθερώνοντας ουσίες οι οποίες ενεργοποιούν το µηχανισµό της δηµιουργίας θρόµβου. Στην περίπτωση των στεφανιαίων αρτηριών τα αιµοπετάλια προσκολλώνται στο τοίχωµά τους όταν υπάρχει αθηροσκλήρωση ή απλή διάβρωση του εσωτερικού τοιχώµατος. H διάβρωση της αρτηρίας συµβαίνει ειδικότερα σε καπνιστές κάτω των 35 ετών, που είναι δυνατόν να πάθουν οξύ έµφραγµα ή και αιφνίδιο θάνατο χωρίς οι στεφανιαίες αρτηρίες τους να είναι προσβεβληµένες από αθηροσκλήρωση.

4. H υπερπηκτικότητα του αίµατος: Όταν υπάρχουν αιµατολογικές διαταραχές που δηµιουργούν υπερπηκτικότητα του αίµατος, µπορεί να δηµιουργηθεί θρόµβωση ή και απόφραξη µιας στεφανιαίας αρτηρίας χωρίς να υπάρχει νόσος.

5. Η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου: Tο ενδοθήλιο είναι ένας χιτώνας που καλύπτει εσωτερικά τις αρτηρίες και παράγει σειρά αγγειοδιασταλτικών και αγγειοσυσπαστικών ουσιών που εξασφαλίζουν τη φυσιολογική κινητικότητα του τοιχώµατος, µε αποτέλεσµα την προώθηση του αίµατος στην αρτηρία χωρίς αυτό να λιµνάζει. Eάν η κινητικότητα του τοιχώµατος δεν είναι φυσιολογική, το αίµα κινείται µε χαµηλή ταχύτητα µέσα στην αρτηρία, οπότε υποβοηθείται η δηµιουργία θρόµβου. Eάν υπερισχύουν οι αγγειοσυσπαστικές ουσίες του ενδοθηλίου, υποβοηθείται ο σπασµός της αρτηρίας, µε αποτέλεσµα να διακόπτεται απότοµα η ροή του αίµατος και να αναστέλλεται η άρδευση (αιµάτωση) του µυοκαρδίου.

Συµπερασµατικά, για να δηµιουργηθεί έµφραγµα, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν όλες οι διαταραχές που περιγράφηκαν παραπάνω. Έµφραγµα είναι δυνατόν να δηµιουργηθεί ακόµα και µε µία µόνο διαταραχή, αρκεί αυτή να είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Έτσι µόνο είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό το έµφραγµα, γιατί είναι πρακτικώς αδύνατο να προβλεφθεί επακριβώς ο χρόνος εκδήλωσής του, επειδή η εκδήλωσή του εξαρτάται από σειρά ενδογενών παραγόντων.



Η προστασία από την αθηροσκλήρωση

Πολλοί πιστεύουν ότι η προστασία από την αθηροσκλήρωση, που ισοδυναµεί µε προστασία από το έµφραγµα του µυοκαρδίου και από το εγκεφαλικό επεισόδιο, πρέπει να αρχίζει από την ηλικία των 30 ετών, γιατί τα εµφράγµατα και τα εγκεφαλικά επεισόδια εµφανίζονται κυρίως στη µέση ηλικία.

Η αθηροσκλήρωση προσβάλλει πρώτα το ενδοθήλιο, δηλαδή το εσωτερικό τοίχωµα της αρτηρίας. Oι πρώτες βλάβες παρουσιάζονται κατά την εφηβεία µε τη µορφή λιποειδών γραµµώσεων στο ενδοθήλιο, οι οποίες προοδευτικά δηµιουργούν τις αθηρωµατικές πλάκες στα 35-45 έτη. Oι επιπλοκές (π.χ. έµφραγµα) δηµιουργούνται από την αιφνίδια ρήξη µιας µικρής πλάκας και την αιφνίδια απόφραξη της αρτηρίας µέσα σε λίγα λεπτά.

Μόνο το 20% των αιφνίδιων θανάτων και των εµφραγµάτων οφείλεται σε σπάσιµο των µεγάλων βλαβών µιας αρτηρίας. Αντιθέτως το 80% οφείλεται στο σπάσιµο των µικρών και ασήµαντων πλακών, που πολλές φορές δεν εκτιµώνται σωστά ούτε µε τη στεφανιογραφία.

Το αδιέξοδο στη θεραπεία των ασθενών µε στεφανιαία νόσο επιτάθηκε από τα τελευταία ευρήµατα, σύµφωνα µε τα οποία τα εµφράγµατα των νεότερων ηλικιών οφείλονται κατά 50% σε απλή διάβρωση του ενδοθηλίου. Oι νέοι που προσβάλλονται είναι κατά κανόνα οι βαρείς καπνιστές ή οι χρήστες κοκαΐνης. Αυτοί παθαίνουν εµφράγµατα ύστερα από σπασµό των στεφανιαίων αρτηριών, έστω και αν έχουν απλή διάβρωση του ενδοθηλίου, χωρίς την ύπαρξη αθηροσκληρωτικής πλάκας.

Επί σειρά δεκαετιών γνωρίζαµε ότι το ενδοθήλιο είναι ο εσωτερικός χιτώνας κάθε αρτηρίας. Κανένας όµως δεν φανταζόταν την τεράστια σηµασία του για την προστασία της ίδιας της ζωής του ανθρώπου. Δεν προστατεύει µόνο το τοίχωµα της αρτηρίας από οποιαδήποτε βλάβη, αλλά παράγει σειρά ουσιών που εξασφαλίζουν τον τόνο των τοιχωµάτων της αρτηρίας, δηλαδή τη φυσιολογική κινητικότητα αυτών και κατά συνέπεια του αίµατος µέσα στην αρτηρία. Αυτό επιτυγχάνεται µε την παραγωγή ουσιών που διαστέλλουν ή συστέλλουν την αρτηρία. Εάν διαταραχθεί η παραγωγή τους, τότε διαταράσσεται και η κινητικότητα του τοιχώµατος της αρτηρίας. Εκτός από τις αγγειοδιασταλτικές και τις αγγειοσυσπαστικές ουσίες το ενδοθήλιο παράγει ουσίες που δεν αφήνουν το αίµα να δηµιουργήσει θρόµβο. O θρόµβος σχηµατίζεται συνήθως όταν ραγεί µια αρτηριοσκληρυντική πλάκα και είναι υπεύθυνος για την πλήρη απόφραξη µιας αρτηρίας. Αυτό συµβαίνει συνήθως στις αρτηρίες της καρδιάς (στεφανιαίες αρτηρίες), όταν αποφραχθούν απότοµα και δηµιουργήσουν το έµφραγµα του µυοκαρδίου.

Συµπεραίνεται λοιπόν ότι η προστασία των αρτηριών πρέπει να αρχίζει πολύ νωρίς, εάν είναι δυνατόν από την παιδική ηλικία, µε τη σωστή διατροφή και την αποφυγή της παχυσαρκίας. Τα παχύσαρκα παιδιά, που αρέσκονται στην υπερκατανάλωση βούτυρου και ζωικών λιπών, είναι επιρρεπή στο να αναπτύξουν πρόωρα αθηροσκλήρωση, µε συνέπεια έµφραγµα στην ηλικία των 35-45 ετών.



Η στεφανιαία νόσος στις γυναίκες

Η στεφανιαία νόσος, που εκδηλώνεται ως πόνος στο στήθος κατά την προσπάθεια (στηθάγχη) ή την ηρεµία (ασταθής στηθάγχη), ως έµφραγµα του µυοκαρδίου ή ως αιφνίδιος θάνατος, παραµένει ακόµα η πρώτη αιτία θανάτου του ανθρώπου. Εντούτοις πιστεύεται ότι στις γυναίκες η νόσος εκδηλώνεται και αντιµετωπίζεται κάπως διαφορετικά.

Συνήθως η στεφανιαία νόσος προσβάλλει τις γυναίκες περίπου δέκα χρόνια αργότερα από ό,τι τους άνδρες και συσχετίζεται µε την εµµηνόπαυση. Πολλοί επιστήµονες υποστηρίζουν ότι η προστασία αυτή των γυναικών οφείλεται σε ειδικές ορµόνες που εκκρίνει ο οργανισµός τους και οι οποίες ελαττώνονται σηµαντικά κατά την εµµηνόπαυση.

Εντούτοις έχει αποδειχτεί από διάφορες πολυκεντρικές µελέτες ότι η χορήγηση των ορµονών αυτών υπό µορφή σκευασµάτων (π.χ. οιστρογόνα, προγεστερόνη κτλ.) δεν προλαµβάνει την εκδήλωση της νόσου, ενώ ακόµα συζητείται το θέµα κατά πόσο επηρεάζει την εξέλιξή της µετά την εκδήλωσή της.

Αντιθέτως µάλιστα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η χρήση ορµονικών σκευασµάτων, για διαφόρους άλλους λόγους, προδιαθέτει στην εκδήλωση θροµβοεµβολικών επεισοδίων στις φλέβες των ποδιών, στους πνεύµονες και στην καρδιά, ιδιαίτερα κατά τον πρώτο χρόνο της χρήσης τους.

Αναµφισβήτητα η στεφανιαία νόσος πλήττει περισσότερο τις γυναίκες απ’ ό,τι τους άνδρες µετά την ηλικία των 50 ετών, λόγω του γεγονότος ότι οι άνδρες έχουν ήδη πληγεί µεταξύ των 40 και των 50 ετών. Η εξέλιξη της νόσου είναι πιο δραµατική στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, ιδιαίτερα στις καπνίστριες, στις διαβητικές και στις υπερτασικές, γιατί –πέραν των άλλων λόγων– οι στεφανιαίες αρτηρίες τους είναι λεπτές και οι επεµβατικοί χειρισµοί (επέµβαση bypass και αγγειοπλαστική) παρουσιάζουν µεγαλύτερες δυσκολίες.

Πολλές γυναίκες πιστεύουν ότι κινδυνεύουν περισσότερο από τον καρκίνο του µαστού και των γεννητικών οργάνων, εντούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική. Το κάπνισµα, το σάκχαρο, η παχυσαρκία και η υπέρταση θεωρούνται πιο επιβαρυντικοί παράγοντες στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες.

Oι ψυχολογικοί παράγοντες, ιδιαίτερα η κατάθλιψη, παρατηρούνται σε υψηλότερα ποσοστά στις γυναίκες και φαίνεται ότι επηρεάζουν αρνητικά την εκδήλωση και την εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου. Oι σοβαρές καρδιακές αρρυθ­µίες, καθώς και οι έκτακτες συστολές είναι πιο συχνές στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες και πολλές φορές προδιαθέτουν σε σοβαρά αρρυθµιολογικά επεισόδια.

Σε ό,τι αφορά τις εκδηλώσεις της στεφανιαίας νόσου οι γυναίκες εκδηλώνουν στηθάγχη σε υψηλότερα ποσοστά, που συχνότερα εκλύεται από συγκινησιακό ή διανοητικό στρες και έχει συνηθέστερα αγγειοσυσπαστική αιτιολογία (σπασµός των αρτηριών).

Τέλος, όσον αφορά την αντιµετώπιση, οι επεµβάσεις της αγγειοπλαστικής (µπαλονάκι) και της αορτοστεφανιαίας παράκαµψης (bypass) παρουσιάζουν τελευταία καλύτερα αποτελέσµατα. Η χρήση λεπτότερων καθετήρων, ειδικών για τα λεπτά αγγεία των γυναικών, και η βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών έχουν µειώσει το χάσµα που παρατηρείται στα αποτελέσµατα της επεµβατικής αντιµετώπισης των γυναικών και αυτής των ανδρών.



Oι πλάκες και ο µοιραίος ρόλος τους

Σήµερα ο περισσότερος κόσµος πιστεύει ότι όταν αποφραχθεί πλήρως µια αρτηρία, τότε η καρδιά παθαίνει έµφραγµα του µυοκαρδίου. H αλήθεια είναι ότι όταν µια αρτηρία αποφράσσεται σιγά σιγά και ακόµα και αν αποφραχθεί τελείως (100%) το µόνο που δεν συµβαίνει είναι να πάθει ο ασθενής έµφραγµα του µυοκαρδίου.

Παράλληλα µε τη χρόνια απόφραξη της στεφανιαίας αρτηρίας αναπτύσσεται παράπλευρη κυκλοφορία, δηλαδή φυσικό bypass, το οποίο δίνει αίµα στην περιοχή εκείνη του µυοκαρδίου που δεν αρδεύεται (αιµατώνεται) από την αρτηρία που αποφράχθηκε.

Aντιθέτως και κατά κανόνα όταν µια µικρή αθηρωµατική πλάκα υπάρχει στο τοίχωµα µιας στεφανιαίας αρτηρίας, που πολλές φορές δεν αξιολογείται ούτε µε τη στεφανιογραφία, η πλάκα αυτή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενούς. H αθηρωµατική πλάκα συνήθως περιβάλλεται από λεπτή προστατευτική ινώδη κάψα και αποτελείται από πυρήνα χοληστερίνης και λιποειδών.

Στην περίπτωση αυτή η ινώδης κάψα που περιβάλλει τον πυρήνα της πλάκας µπορεί µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να υποστεί ρήξη (να σπάσει) και σιγά σιγά, µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα, να αναπτυχθεί θρόµβος που να αποφράξει κατά 100% τον αυλό της αρτηρίας. Tότε ο ασθενής µπορεί είτε να πεθάνει µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από κοιλιακή µαρµαρυγή, δηλαδή από ηλεκτρικό θάνατο, που οφείλεται στη δηµιουργία ενός ηλεκτρικού ρεύµατος της καρδιάς, είτε να εµφανίσει πόνο στο στήθος (ασταθής στηθάγχη). O πόνος αυτός εντοπίζεται στο κέντρο του στήθους και αντανακλά επεκτεινόµενος στην πλάτη ή και στο αριστερό χέρι, διαρκεί δε λίγα λεπτά. Παρουσιάζεται σε ηρεµία και όχι κατά την προσπάθεια. Έρχεται, φεύγει, επανέρχεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 24ώρου. Aυτό συµβαίνει γιατί ο θρόµβος που δηµιουργείται στενεύει την αρτηρία και προκαλεί ισχαιµία (ελαττωµένη αιµάτωση) του µυοκαρδίου.

Συµπερασµατικά οι αθηρωµατικές πλάκες στο τοίχωµα των στεφανιαίων αρτηριών, που δυνητικά µπορούν να προκαλέσουν είτε αιφνίδιο ηλεκτρικό θάνατο είτε έµφραγµα του µυοκαρδίου είτε ασταθή στηθάγχη, είναι οι µικρές αθηρωµατικές πλάκες, οι οποίες ανευρίσκονται σε ποσοστό 85% του συνόλου των ασθενών που παθαίνουν αιφνίδιο θάνατο ή έµφραγµα του µυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη.

H σηµαντική αυτή γνώση της τελευταίας δεκαετίας όσον αφορά τη δηµιουργία του εµφράγµατος του µυοκαρδίου έφερε επανάσταση στην Kαρδιολογία, διότι απέδειξε ότι ο µεγάλος κίνδυνος δεν αντιµετωπίζεται προληπτικά από την επεµβατική Kαρδιολογία, δηλαδή µε την εγχείρηση bypass ή µε την αγγειοπλαστική.

Oι επεµβατικές πράξεις αντιµετωπίζουν τις µεγάλες αποφράξεις των αρτηριών, όταν δηλαδή η απόφραξη προκαλεί στένωση µεγαλύτερη του 70% της διαµέτρου της αρτηρίας. Oι µεγάλες όµως αθηρωµατικές πλάκες είναι κατά κανόνα καλοήθεις όταν δηµιουργούνται προοδευτικά και όχι απότοµα. Eίναι σταθερές και προκαλούν έµφραγµα, αιφνίδιο θάνατο ή ασταθή στηθάγχη µόνο στο 15% των στεφανιαίων ασθενών, δηλαδή στη συντριπτική µειονότητα αυτών.

Aντιθέτως οι θεραπείες σταθεροποίησης της αθηρωµατικής πλάκας, µε φάρµακα όπως οι στατίνες, οι αναστολείς MEA και οι ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης, µαζί µε τη µεταβολή του τρόπου ζωής του ασθενούς πέτυχαν την ελάττωση του εµφράγµατος ή του αιφνίδιου θανάτου σε ποσοστό 30-40% των ασθενών που πάσχουν από στεφανιαία νόσο.

Aυτό συµβαίνει γιατί τα φάρµακα αυτά σταθεροποιούν τις µικρές ασυµπτωµατικές πλάκες, που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για τη ζωή των ασθενών, και αναζωογονούν τον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών (ενδοθήλιο), που παράγει κυρίως αντιθροµβωτικές, αγγειοδιασταλτικές και αντιφλεγµονώδεις ουσίες. Έτσι παρεµποδίζεται η αύξηση του µεγέθους των πλακών και ελαττώνεται το ποσοστό του εµφράγµατος ή του αιφνίδιου θανάτου.



Πόσο προστατεύει το ενδοθήλιο;

Ε πί σειρά δεκαετιών γνωρίζαµε ότι το ενδοθήλιο είναι ο εσωτερικός χιτώνας κάθε αρτηρίας. Κανένας όµως δεν φανταζόταν την τεράστια σηµασία του για την προστασία της ίδιας της ζωής κάθε ανθρώπου. Το ενδοθήλιο παράγει σειρά ουσιών που εξασφαλίζουν τη φυσιολογική κίνηση του αίµατος µέσα στην αρτηρία.

Εκτός από τις αγγειοδιασταλτικές και τις αγγειοσυσπαστικές ουσίες το ενδοθήλιο παράγει ουσίες που δεν αφήνουν το αίµα να δηµιουργήσει θρόµβο, που σχηµατίζεται συνήθως όταν ραγεί (σπάσει) µια αθηροσκληρωτική πλάκα και είναι υπεύθυνος για την απόφραξη µιας αρτηρίας. Αυτό συµβαίνει συνήθως στις στεφανιαίες αρτηρίες, όταν αποφραχθούν απότοµα και δηµιουργήσουν το έµφραγµα του µυοκαρδίου.

Η κυριότερη προσβολή του τοιχώµατος µιας αρτηρίας είναι η αθηροσκλήρωση. Oυσίες που παράγει το ενδοθήλιο δεν επιτρέπουν την αύξηση του µεγέθους της βλάβης και αντιµάχονται ουσίες που προάγουν την αρτηριοσκληρυντική βλάβη. Η ισορροπία µεταξύ των προστατευτικών και των καταστροφικών συστηµάτων του ενδοθηλίου είναι ευεργετική για την αρτηρία και για την ίδια τη ζωή του κάθε ανθρώπου. Όταν το ενδοθήλιο κάθε αρτηρίας, και ιδιαίτερα των στεφανιαίων, λειτουργεί φυσιολογικά, ο άνθρωπος κατά κανόνα προστατεύεται από το έµφραγµα ή από τον αιφνίδιο θάνατο που οφείλεται σε θρόµβωση των στεφανιαίων.

Η φυσιολογική λειτουργία του ενδοθηλίου αντιστρατεύεται την αθηροσκλήρωση των αρτηριών, η οποία αποτελεί σήµερα τον υπ' αριθµόν ένα κίνδυνο για τη ζωή του ανθρώπου. Η αθηροσκλήρωση προσβάλλει πρώτα το ενδοθήλιο. Oι πρώτες βλάβες παρουσιάζονται στην εφηβεία υπό τη µορφή λιποειδών γραµµώσεων, οι οποίες προοδευτικά δηµιουργούν τις αρτηριοσκληρυντικές πλάκες (βουλώµατα) στην ηλικία συνήθως των 35-45 ετών. Oι επιπλοκές δηµιουργούνται από την αιφνίδια ρήξη µιας πλάκας και την αιφνίδια απόφραξη της αρτηρίας.

Σήµερα έχει αποδειχτεί ότι µόνο το 20% των αιφνίδιων θανάτων και των εµφραγµάτων οφείλεται σε ρήξη των µεγάλων βλαβών µιας αρτηρίας. Καταστροφικές θεωρούνται κυρίως οι µικρές στενώσεις (βουλώµατα), που πολλές φορές δεν εκτιµώνται σωστά ούτε µε τη στεφανιογραφία.

Το αδιέξοδο στη θεραπεία των ασθενών µε στεφανιαία νόσο επιτάθηκε από τα τελευταία ευρήµατα, όπου τα εµφράγµατα των νεότερων ηλικιών σε ποσοστό 50% οφείλονται σε απλή διάβρωση του ενδοθηλίου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα εµφράγµατα των νέων. Κατά κανόνα οι νέοι που είναι βαρείς καπνιστές ή που κάνουν χρήση κοκαΐνης παθαίνουν εµφράγµατα ύστερα από σπασµό των στεφανιαίων αρτηριών σε έδαφος απλής διάβρωσης του ενδοθηλίου.

Oι σύγχρονες εξελίξεις στην Kαρδιολογία οδήγησαν σε νέα στρατηγική όσον αφορά την αντιµετώπιση της στεφανιαίας νόσου. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στην προστασία και αναζωογόνηση του ενδοθηλίου, γιατί, όπως αποδεικνύεται, αυτό αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο για την πρόληψη ή τη σταθεροποίηση της στεφανιαίας νόσου. Αυτό άλλωστε φαίνεται από τα αποτελέσµατα σειράς πολυκεντρικών µελετών, όπου οι θεραπείες της στεφανιαίας νόσου µε βάση αυτή τη φιλοσοφία πέτυχαν τη µείωση του εµφράγµατος, της ασταθούς στηθάγχης και του αιφνίδιου θανάτου σε ποσοστό 30-40% των ασθενών.



Πόσο επικίνδυνα είναι τα ανευρύσματα της αορτής

Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του οργανισμού, που παίρνει το αίμα από την καρδιά και με μικρότερες αρτηρίες το κατευθύνει σε όλα τα όργανα του σώματος. Η αρτηρία αυτή έχει διάμετρο 2-3 εκατοστά. Τα τοιχώματά της είναι αρκετά ισχυρά, όμως με την πάροδο του χρόνου προσβάλλονται από αθηροσκλήρωση και είναι δυνατόν η αρτηρία να διαταθεί. Μπορεί επίσης να διαταθεί χωρίς αθηροσκλήρωση, λόγω σπάνιων φλεγμονών (σύφιλη κτλ.), ή από κακή κατασκευή των τοιχωμάτων της εκ γενετής γονιδιακά (σύνδρομο Marfan).

Όμως στην πράξη η διάταση της αορτής αποτελεί ένα ουσιαστικό πρόβλημα του ενήλικου πληθυσμού. Σήμερα με την εφαρμογή των σύγχρονων απεικονιστικών τεχνικών μπορεί κανείς με μια μαγνητική ή αξονική τομογραφία να βλέπει και να παρακολουθεί τη διάμετρο και τα τοιχώματα της αορτής που εξελίσσονται διαχρονικά.
Έτσι συχνά εκατοντάδες άνθρωποι ταλαιπωρούνται για μια δεύτερη ή τρίτη ιατρική γνώμη, επισκεπτόμενοι εξέχοντες γιατρούς με το αγωνιώδες ερώτημα: «Μου είπε ο γιατρός μου ότι έχω ανεύρυσμα της αορτής και κινδυνεύει να σπάσει αιφνίδια. Επισκέφθηκα και άλλους γιατρούς, που άλλοι μου είπαν να χειρουργηθώ και άλλοι να μου τοποθετήσουν (εμφυτεύσουν) προστατευτικό μεταλλικό πλέγμα (stent). Τι είναι το καλύτερο να πράξω;»

Το ανεύρυσμα είναι ουσιαστικά μια μεγάλη διάταση της αορτής, που όταν φτάσει τα 5,5 εκατοστά η αορτή χάνει την ελαστικότητά της, ενώ παράλληλα αυξάνεται η πιθανότητα να υποστεί ρήξη (να σπάσει). Η πιθανότητα αυξάνεται κατά 10% σε σχέση με τον άρρωστο που έχει ανεύρυσμα μικρότερο των 5,5 εκατοστών.
Ουσιαστική προφύλαξη για να μη μεγαλώσει και να μη σπάσει το ανεύρυσμα της αορτής είναι η θεραπεία της αθηροσκλήρωσης και η διατήρηση της αρτηριακής πίεσης σε χαμηλές φυσιολογικές τιμές (κάτω των 120 mmHg).

Άλλωστε η απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης μπορεί να προκαλέσει διαχωρισμό των χιτώνων του τοιχώματος της αορτής ακόμα και εάν δεν υπάρχει ανεύρυσμα της αορτής. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν τα τοιχώματα της αορτής δεν είναι φυσιολογικά. Η εγχείρηση για την αποκατάσταση του ανευρύσματος της αορτής δεν στερείται κινδύνων. Ο χειρουργικός κίνδυνος κυμαίνεται από

3 έως 6% ανάλογα με τη σοβαρότητα της περίπτωσης και την εμπειρία του χειρουργικού κέντρου.

Η εμφύτευση stent ενδείκνυται στις περιοχές της αορτής όπου δεν ξεκινούν αρτηρίες που αιματώνουν ευαίσθητα και βασικά όργανα (π.χ. καρδιά, εγκέφαλο, νεφρούς κτλ.) ή σε περιοχές όπου δεν έχουν σχηματιστεί μεγάλοι επικίνδυνοι θρόμβοι.

Γενικά φαίνεται ότι η απόφαση περί του τι πρέπει να κάνει ο άρρωστος με ανεύρυσμα της αορτής δεν είναι απλή. Ο έμπειρος γιατρός είναι αυτός που κατά κανόνα θα αποφασίσει την πλέον συμφέρουσα λύση για τον ασθενή. Τα 5,5 εκατοστά αποτελούν πράγματι ένα όριο για το οποίο οποιαδήποτε επέμβαση κάτω από αυτό πρέπει να είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Η συντηρητική θεραπεία, κατά συνέπεια, κατέχει την πρώτη θέση για ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 5,5 εκατοστών.
Το μεγάλο επίτευγμα της σύγχρονης ιατρικής είναι η προληπτική απεικόνιση της αορτής σε άτομα αυξημένου κινδύνου. Σε άτομα δηλαδή με ιστορικό υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη και αθηροσκλήρωσης.

Σε όλους αυτούς η έγκαιρη απεικόνιση του ανευρύσματος παρέχει στον άρρωστο ουσιαστική θεραπεία, αποφεύγοντας έτσι κάθε σοβαρή επιπλοκή.



Προβλήματα στο κυκλοφορικό σύστημα

Οι αρτηρίες και οι φλέβες ονομάζονται και αιμοφόρα αγγεία, γιατί είναι αγγεία που μεταφέρουν το αίμα στα διάφορα όργανα του σώματος, με τελικό στόχο την εύρυθμη λειτουργία τους.

Οι φλέβες παίρνουν το αίμα από τα όργανα του σώματος και το επαναφέρουν στην καρδιά. Το αίμα αυτό μεταφέρεται από τις φλέβες προς την καρδιά (δεξιός κόλπος) και περιέχει όλα τα προϊόντα ύστερα από μεταβολισμό που υπέστησαν μέσα στα διάφορα όργανα. Έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο, αυξημένη σε διοξείδιο του άνθρακος και κινείται προς τους πνεύμονες, όπου εμπλουτίζεται με οξυγόνο, ενώ το διοξείδιο αποβάλλεται με την αναπνοή.

Από την καρδιά ξεκινούν δύο μεγάλες αρτηρίες, η αορτή και η πνευμονική αρτηρία. Η πνευμονική αρτηρία είναι η μόνη αρτηρία του σώματος που μεταφέρει οξυγόνο σε μικρή περιεκτικότητα σε σχέση με όλες τις άλλες αρτηρίες του σώματος, γιατί η πνευμονική αρτηρία δέχεται από το δεξιό κόλπο και τη δεξιά κοιλία το αίμα που προέρχεται από όλα τα όργανα του σώματος.

Οι αρτηρίες και οι φλέβες έχουν διαφορετικό μέγεθος και διάμετρο. Ξεκινούν από αρτηρίες μεγάλου, μέσου εύρους και καταλήγουν στα αρτηρίδια και στα τριχοειδή αγγεία. Αντίστοιχα και οι φλέβες διακρίνονται σε φλέβες μεγάλου, μεσαίου μεγέθους και σε φλεβίδια. Τα αρτηρίδια και τα φλεβίδια είναι τα αγγεία που βρίσκονται στο κυτταρικό επίπεδο και συμβάλλουν ουσιαστικά στην κύρια αποστολή του αίματος, που είναι η συνεχής τροφοδοσία των κυττάρων του οργανισμού, και γενικότερα στην εύρυθμη λειτουργία τους.

Οι αρτηρίες και οι φλέβες δεν είναι απλοί και σταθεροί σωλήνες, αλλά είναι ένα σύστημα που αλλάζει συνεχώς διάμετρο, δηλαδή συστέλλονται και διαστέλλονται προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των οργάνων. Έτσι, π.χ., κατά την άσκηση οι μύες του σώματος χρειάζονται περισσότερο οξυγόνο και για το λόγο αυτό προκαλείται διαστολή των αρτηριών των μυών προκειμένου να φτάσει περισσότερο οξυγόνο την ώρα που το χρειάζονται. Το ίδιο συμβαίνει μετά το φαγητό, οπότε το στομάχι και τα έντερα για να δουλέψουν σωστά χρειάζονται περισσότερο οξυγόνο. Η αγγειοδιαστολή των αρτηριών του στομαχιού και του εντέρου είναι αυτή που διασφαλίζει τη σωστή πέψη των τροφών.

Το ίδιο συμβαίνει με τις αλλαγές στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν τη ροή του αίματος είτε με αγγειοδιαστολή είτε με αγγειοσύσπαση των αρτηριών και των φλεβών. Ο υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν αγγειοδιαστολή και αυξημένη ροή στα εξωτερικά στρώματα του δέρματος, γεγονός το οποίο συμβάλλει στην αποβολή θερμότητας από το σώμα, με παράλληλη ψύξη του δέρματος λόγω εξάτμισης του ιδρώτα.

Με ανάλογη συμπεριφορά των αγγείων όταν υπάρχει κρύο ανακατανέμεται η ροή του αίματος στα εσωτερικά όργανα, ενώ τα αγγεία της επιφάνειας του σώματος βρίσκονται σε αγγειοσύσπαση (συστέλλονται).

Αυτή η πολύπλοκη αντίδραση των αγγείων του οργανισμού διασφαλίζεται αντανακλαστικά αφενός από εντολές που δίδονται από εγκεφαλικά κέντρα, αφετέρου από εξειδικευμένους υποδοχείς που ευρίσκονται στα αγγεία, στα όργανα του σώματος και στο δέρμα. Η φυσιολογική αυτή αντίδραση των αγγείων διαταράσσεται σε διάφορες παθήσεις, ιδιαίτερα σε παθήσεις των αρτηριών και των φλεβών, όπως η αθηροσκλήρωση και ο διαβήτης, καθώς και οι διάφορες καρδιοπάθειες.
Τέλος οι διαταραχές στη λειτουργία των αγγείων αποτελούν ιδιαίτερο κεφάλαιο μεγάλης σημασίας και συνιστούν στο σύνολό τους τα προβλήματα του κυκλοφορικού συστήματος.



Πληγές (έλκη) στο δέρμα που οφείλονται σε βλάβη των αγγείων

Οι πληγές (τα έλκη) του δέρματος που οφείλονται σε παθήσεις των αγγείων εμφανίζονται σαν μικρές πληγές στο δέρμα, που συχνά συνοδεύονται με κνησμό (ξύσιμο). Συνήθως παρουσιάζονται στα πόδια και ειδικότερα στην περιοχή του αστραγάλου και στο πέλμα. Οι πληγές δημιουργούνται γιατί υπάρχει κακή κυκλοφορία του αίματος στο δέρμα και στους γύρω ιστούς. Συνηθέστερα οι πληγές αυτές παρατηρούνται σε ασθενείς με σάκχαρο, σε υπέρβαρους και σε εγκύους. Όμως αναμφισβήτητα η αθηροσκλήρωση των αρτηριών, που είναι μια πάθηση που καταστρέφει τις αρτηρίες, συμμετέχει αποφασιστικά στις περισσότερες περιπτώσεις. Τα έλκη (πληγές του δέρματος) προκύπτουν από ισχαιμία (κακή αιμάτωση) ή από φλεβική ανεπάρκεια. Τα ισχαιμικά έλκη εκδηλώνονται όταν μειωθεί η ροή του οξυγονωμένου αίματος μέσα στις αρτηρίες που αιματώνουν (ποτίζουν) τις αντίστοιχες περιοχές. Έτσι όταν υπάρχουν στενωτικές βλάβες στις αρτηρίες και προστεθεί για οποιονδήποτε λόγο χρόνια υποξία (ελάττωση του οξυγόνου), τότε είναι δυνατόν να εμφανιστούν τα ισχαιμικά έλκη (πληγές). Κατά συνέπεια είναι δυνατόν και μόνη της η αθηροσκλήρωση να οδηγήσει στη δημιουργία αυτών των πληγών, αλλά οπωσδήποτε η προσθήκη της υποξίας (π.χ. από παθήσεις των πνευμόνων, εγκεφαλικές βλάβες κτλ.) συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία τους. Όταν τα έλκη οφείλονται σε ισχαιμία, το πόδι είναι συνήθως ωχρό και αποχρωματισμένο και δεν εμφανίζει πρήξιμο.

Τα φλεβικά έλκη (πληγές) είναι αυτά τα οποία εμφανίζονται συχνότερα. Οφείλονται στην κακή κυκλοφορία του αίματος μέσα στις φλέβες και αναπτύσσονται συνήθως στην περιοχή του αστραγάλου και στο εσωτερικό μέρος της κνήμης. Η κακή κυκλοφορία του αίματος μέσα στις φλέβες γίνεται γιατί οι βαλβίδες που υπάρχουν μέσα σ' αυτές, ώστε να εμποδίζουν την παλινδρόμηση του αίματος προς τα πόδια, χαλαρώνουν ή καταστρέφονται από τραυματισμούς, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συγκρατούν το αίμα, το οποίο παλινδρομεί και λιμνάζει στα πόδια. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται χρόνιο οίδημα (πρήξιμο) στα πόδια, το οποίο πιέζει τους γύρω ιστούς (μυς κτλ.), με αποτέλεσμα το οξυγονωμένο αίμα να μην μπορεί να κυκλοφορήσει σωστά μέσα στις μικρές αρτηρίες. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται διαταραχή στη θρέψη του δέρματος και των γύρω ιστών και κατά συνέπεια ανοίγει ο δρόμος για την εμφάνιση των φλεβικών δερματικών ελκών. Τότε το δέρμα παίρνει μια μπλε-καφέ απόχρωση, προτού εμφανιστούν οι πληγές, από τις οποίες συνήθως ρέει αιματηρό ή διαυγές υγρό.

Αυτά τα έλκη (πληγές) θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα με συχνό καθαρισμό και αντισηψία του δέρματος. Αν δεν θεραπευτούν με αυτόν τον απλό τρόπο, εφαρμόζονται ειδικές θεραπείες, που στοχεύουν στη βελτίωση της κυκλοφορίας του αίματος στο δέρμα, σε τοπικό αλλά και γενικότερο επίπεδο. Για το σκοπό αυτό όσον αφορά τα φλεβικά έλκη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ειδικοί ελαστικοί επίδεσμοι για να βελτιώσουν τη ροή του αίματος από τα πόδια προς τον κορμό.

Γενικότερα όμως, εάν τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά, εφαρμόζονται ειδικές θεραπείες:

• Ειδικές μηχανικές αντλίες, που υ­πο­βοηθούν γενικότερα την κυκλοφορία του αίματος.

• Υπερβαρικό οξυγόνο, που χορηγείται σε ειδικούς θαλάμους με υψηλή πίεση, με στόχο την καλύτερη οξυγόνωση.

• Μοσχεύματα δέρματος, φυσικά ή τεχνητά, που αντικαθιστούν το δέρμα στην περιοχή της πληγής, η οποία προηγουμένως αφαιρείται χειρουργικά.
Τέλος χειρουργική αντιμετώπιση των αρτηριών και φλεβών στην περιοχή, με στόχο την καλύτερη αιμάτωσή της, επιχειρείται στο 20% των περιπτώσεων.
Σήμερα η θεραπεία των ελκών (πλη­γών) του δέρματος που είναι αποτέλεσμα της κακής κυκλοφορίας είναι γενικά επιτυχής, αρκεί η διάγνωση των αιτιών που τα προκαλούν να είναι έγκαιρη.



Οι στενώσεις στις καρωτίδες

Οι καρωτίδες είναι οι δύο κύριες αρτηρίες στο λαιμό του ανθρώπου, που μεταφέρουν το αίμα προς τον εγκέφαλο και τον αιματώνουν. Οι αρτηρίες αυτές συμπεριφέρονται όπως όλες οι αρτηρίες του σώματος και ιδιαίτερα της καρδιάς όσον αφορά την προσβολή τους από αθηροσκλήρωση.

Οι αρτηρίες αυτές προσβάλλονται όπως όλες οι άλλες αρτηρίες από αθηροσκλήρωση και δημιουργούν αθηρωματικές πλάκες στο τοίχωμά τους, οι οποίες μπορεί σιγά σιγά να στενεύουν την αρτηρία και να τη φράξουν τελείως (100%). Μια εντελώς αποφραγμένη καρωτίδα δεν δημιουργεί κανέναν κίνδυνο, γιατί σιγά σιγά δημιουργείται παράπλευρη κυκλοφορία, χωρίς ο άρρωστος να παρουσιάζει κανένα απολύτως σύμπτωμα.

Έτσι είναι δυνατόν να παρατηρηθεί με οποιαδήποτε απεικονιστική τεχνική (αγγειογραφία, μαγνητική ή αξονική τομογραφία, υπερηχογράφημα) στένωση από 10% έως 100% σε οποιαδήποτε καρωτίδα, σε μια τυχαία check-up εξέταση.

Τότε αρχίζει ο προβληματισμός για το ερώτημα του τι κινδυνεύουμε να πάθουμε. Είναι πολλές φορές δύσκολο να πειστεί ο άρρωστος να μην ανησυχεί όταν η στένωση είναι σταθερή και ότι δεν κινδυνεύει από τίποτα, ανεξάρτητα από το βαθμό της στένωσης. Είναι δύσκολο να πειστεί ο άρρωστος ότι η καλύτερη θεραπεία σ' αυτή την περίπτωση είναι η θεραπεία σταθεροποίησης της στένωσης με φάρμακα. Επίσης είναι δύσκολο να πειστεί ότι κινδυνεύει περισσότερο από τις μικρές ασήμαντες πλάκες, αυτές που μπορούν αιφνίδια να σπάσουν και να προκαλέσουν απότομο φράξιμο της αρτηρίας, με επακόλουθο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Καλά, ρωτά ο άρρωστος. Τότε πότε κινδυνεύω από μια μεγάλη στένωση, δεν κινδυνεύω ποτέ;

Ασφαλώς ναι, κινδυνεύει. Ο άρρωστος κινδυνεύει από τις μεγάλες στενώσεις, όταν η στένωση αυτή έχει δημιουργηθεί απότομα, ύστερα από ένα σπάσιμο μιας μικρής αθηροσκληρωτικής πλάκας, που προκαλούσε μέχρι τότε μη σημαντική στένωση του αυλού της αρτηρίας. Η μεγάλη αυτή στένωση, που δημιουργείται απότομα, συνήθως έχει ανώμαλη επιφάνεια, πάνω στην οποία μπορεί να υπάρχει και τμήμα θρόμβου, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποκολληθεί και με την κυκλοφορία του αίματος να φτάσει στις αρτηρίες του εγκεφάλου, να τις φράξει και να δημιουργήσει εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι συγκεκριμένες αυτές στενώσεις χρειάζονται άμεση χειρουργική αντιμετώπιση ή αγγειοπλαστική με εμφύτευση μεταλλικού πλέγματος (stent) προκειμένου να σταθεροποιηθεί η βλάβη.

Σήμερα οι γραμμές αυτές γράφτηκαν για να απαντηθεί το εύλογο ερώτημα ενός αρρώστου, που ρωτά γιατί έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο τέσσερις μήνες ύστερα από μια αγγειοπλαστική στη δεξιά καρωτίδα και που σε τυχαία εξέταση check-up βρέθηκε ότι ήταν φραγμένη κατά 80%. Το πιο περίεργο μάλιστα γι' αυτόν ήταν το γεγονός ότι μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο η αγγειογραφία που έκανε έδειξε ότι η επέμβαση που είχε προηγηθεί ήταν απόλυτα επιτυχής.

Όμως στην άλλη καρωτίδα, που υπήρχε μια ασήμαντη μικρή βλάβη, έσπασε η αθηροσκληρωτική πλάκα και δημιούργησε θρόμβο που αποσπάστηκε, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εμβολικού αγγειακού επεισοδίου.

Οι άρρωστοι για κάθε κακή εξέλιξη συνήθως αναζητούν υπεύθυνο και φυσικά ο πρώτος... ύποπτος είναι ο γιατρός τους. Όμως η Ιατρική είναι η επιστήμη που έχει τους κανόνες της, που από την εποχή του Ιπποκράτη μέχρι σήμερα δεν μπορεί κανείς να τους παραβεί. Αυτό που πολλές φορές συμβαδίζει με τη λογική δεν ισχύει στα βιολογικά φαινόμενα, τα οποία είναι σύνθετα και καθόλου απλοποιήσιμα.

Κατά συνέπεια το βάρος της προσοχής αρρώστων και γιατρών πρέπει να στρέφεται προς τη μικρή αθηροσκληρωτική πλάκα, αυτή που είναι υπεύθυνη των μεγάλων καταστροφών, που προκαλούν εμφράγματα και εγκεφαλικά επεισόδια. Η μεγάλη στένωση είναι επικίνδυνη μόνο όταν προέρχεται από απότομη ρήξη (σπάσιμο) της μικρής αθηροσκληρωτικής πλάκας.



Πόσο σοβαρή αρρώστια είναι η αρτηριοσκλήρυνση των ποδιών

Αναμφισβήτητα η αρτηριοσκλήρυνση των ποδιών είναι σοβαρή πάθηση. Πέραν του ότι αποτελεί κακό προγνωστικό σημείο, γιατί υποδηλώνει ότι ανάλογη εικόνα υπάρχει και στις αρτηρίες της καρδιάς ή του εγκεφάλου, παράλληλα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την τύχη των ποδιών. Υπάρχει κακή κυκλοφορία του αίματος στα πόδια γιατί οι αρτηρίες είναι στενές και σκληρές. Αποτέλεσμα της κακής κυκλοφορίας είναι η ελάττωση της αισθητικότητας στα πόδια, οπότε δεν γίνεται καλά αντιληπτή η αίσθηση του κρύου ή του ζεστού, με συνέπεια να δημιουργούνται εύκολα κρυοπαγήματα ή εγκαύματα. Όμως οι σοβαρότερες επιπλοκές της αρτηριοσκλήρυνσης είναι η εμβολή και η γάγγραινα.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από αρτηριοσκλήρυνση;

• Αναμφισβήτητα οι καπνιστές.
• Οι άνδρες και οι γυναίκες, κυρίως μετά την εμμηνόπαυση.
• Οι διαβητικοί και ιδιαίτερα εκείνοι που δεν ρυθμίζουν το σάκχαρό τους.
• Οι υπερτασικοί και κυρίως αυτοί που δεν ρυθμίζουν την πίεσή τους.
• Οι υπέρβαροι.
• Αυτοί που κάνουν καθιστική ζωή και δεν περπατούν.
• Εκείνοι που έχουν υψηλές τιμές χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων.

Εντούτοις η διακοπή του καπνίσματος και η τακτική άσκηση μπορεί να βελτιώσουν την κυκλοφορία του αίματος στις μικρότερες αρτηρίες των ποδιών δημιουργώντας φυσικό bypass. Έτσι βελτιώνεται η κυκλοφορία στους μυς των ποδιών, ώστε να παρέχεται το απαραίτητο οξυγόνο, με αποτέλεσμα την εξάλειψη ή τη βελτίωση του πόνου κατά το βάδισμα (διαλείπουσα χωλότητα).

Το φυσικό bypass είναι η καλύτερη μορφή θεραπείας, γιατί το τεχνητό bypass (εγχείρηση) μπορεί εάν κλείσει να δημιουργήσει οξύτατα προβλήματα (π.χ. γάγγραινα), διότι το πόδι μένει απροστάτευτο από τη δική του μικροκυκλοφορία, η οποία λόγω του bypass έχει καταργηθεί. Έτσι εξηγείται γιατί η προσφυγή στη χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του πόνου στα πόδια κατά το βάδισμα πρέπει να παραμένει η τελευταία μορφή θεραπείας.

Τέλος η δραματικότερη επιπλοκή της αρτηριοσκλήρυνσης των ποδιών παραμένει η γάγγραινα, γιατί τότε, κατά κανόνα, το φάσμα του ακρωτηριασμού του ποδιού γίνεται ορατό. Η ροή του αίματος στα πόδια μπορεί να σταματήσει απότομα ή σταδιακά, οπότε μπορεί να αναπτυχθεί γάγγραινα. Η γάγγραινα ισοδυναμεί με νέκρωση του ποδιού. Είναι δυνατόν η γάγγραινα να συνοδεύεται από μικροβιακή μόλυνση (υγρή γάγγραινα) ή να μην έχει μολυνθεί το πόδι (ξηρή γάγγραινα).

Το πόδι χάνει το χρώμα του, γίνεται ωχρό και παγώνει. Στην ξηρή γάγγραινα το πόδι είναι κρύο στην αρχή και σταδιακά μελανιάζει και μαυρίζει. Καθώς η νέκρωση προχωρά, ο πόνος υποχωρεί. Η υποχώρηση του πόνου υποδηλώνει επιδείνωση της κατάστασης του ασθενούς. Η μορφή αυτή μπορεί να εκδηλωθεί σε άτομα με χρόνια αρρύθμιστο σάκχαρο, καθώς και κατά την προσβολή κρυοπαγημάτων.

Στην περίπτωση της υγρής γάγγραινας το πόδι είναι κόκκινο και ζεστό γιατί φλεγμαίνει. Όμως καθώς ο χρόνος περνά το πόδι μελανιάζει και παγώνει, ενώ μπορεί να εμφανιστεί και πύον στην περιοχή. Η υγρή γάγγραινα, σε αντίθεση με την ξηρή, έχει την τάση να εξαπλώνεται, γιατί τα μικρόβια που αναπτύσσονται συμβάλλουν στην καταστροφή των ιστών. Εάν μάλιστα αναδίδεται οσμή δυσάρεστη (περίπτωση αεριογόνου γάγγραινας), τότε ο ασθενής, εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, είναι δυνατόν να χαθεί μέσα σε λίγες ημέρες από σηπτικό σοκ.

Η συμβολή του γιατρού στην αντιμετώπιση της γάγγραινας είναι τεράστια. Η έγκαιρη διάγνωση και η αφαίρεση του νεκρωμένου ιστού μπορεί να σώσει το πόδι, αλλιώς ο κίνδυνος του ακρωτηριασμού είναι ορατός, ιδιαίτερα στην περίπτωση της υγρής γάγγραινας. Όταν υπάρχει κακή περιφερική κυκλοφορία, ακόμα και μικροτραυματισμοί μπορεί να οδηγήσουν σε υγρή γάγγραινα. Γι' αυτό θα πρέπει για κάθε χειρουργική επέμβαση στο πόδι να απεικονίζεται η κυκλοφορία και η μικροκυκλοφορία με υπερηχογράφημα ή αγγειογραφία, ούτως ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος ενός ακρωτηριασμού από οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση στο πόδι.



Το φαινόμενο Raynaud (Ρεϊνό)

Το φαινόμενο Raynaud είναι πράγματι εντυπωσιακό. Περιγράφηκε από τον Γάλλο γιατρό Maurice Raynaud και πήρε το όνομά του. Ο άρρωστος βλέπει τα δάχτυλα των χεριών ή των ποδιών του να ασπρίζουν, να γίνονται ωχρά και τελικά να μελανιάζουν. Συνήθως το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν τα χέρια ή τα πόδια έρθουν σε επαφή με ψυχρό ή παγωμένο νερό και γενικότερα όταν ο άρρωστος εγκαταλείπει ένα ζεστό περιβάλλον μέσα στο σπίτι του και εκτίθεται απότομα στο κρύο.

Φυσιολογικά σε κάθε άνθρωπο όταν εκτίθεται στο κρύο οι αρτηρίες συστέλλονται και η ροή του αίματος μέσα σ' αυτές ελαττώνεται, όμως στο φαινόμενο Raynaud οι αρτηρίες των χεριών ή των ποδιών παθαίνουν σπασμό και ουσιαστικά η ροή του αίματος σταματά. Όταν ο σπασμός υποχωρήσει, η ροή του αίματος αποκαθίσταται και έτσι τα χέρια ή τα πόδια γίνονται ερυθροκύανα (μελανά). Οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες από τους άνδρες. Συνήθως τα πρώτα επεισόδια παρατηρούνται σε ηλικίες 30-40 ετών και πανικοβάλλουν τους ασθενείς, που σε πρώτη φάση τρομοκρατούνται, γιατί πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται σε κάποια σοβαρή πάθηση της καρδιάς τους. Όμως το φαινόμενο αυτό δεν συνδέεται συνήθως με καρδιοπάθεια.

Οι συνηθέστερες παθήσεις ή καταστάσεις που εμφανίζουν φαινόμενο Raynaud είναι οι εξής:

Διάφορες παθήσεις του κολλαγόνου, όπως το σκληρόδερμα, ο ερυθηματώδης λύκος και η πολυαρτηρίτιδα.

Η πολυαρτηρίτιδα, η οποία είναι σχετικά σπάνια πάθηση, όταν προσβάλλει τις αρτηρίες της καρδιάς μπορεί να προκαλέσει σπασμό των στεφανιαίων αρτηριών με εκδήλωση στηθάγχης.

Σε ορισμένα ευαίσθητα άτομα η χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως είναι οι β-αναστολείς, η εργοταμίνη, η κοκαΐνη, καθώς και ορισμένα κυτταροστατικά, μπορεί να προκαλέσει φαινόμενο Raynaud.

Η μακρόχρονη χρήση εργαλείων δονητών, όπως κομπρεσέρ, τρυπάνια, η χρήση χημικών ουσιών από διάφορες βιομηχανίες ελαστικών (βινύλιο), μπορεί να αποτελέσει αιτία εκδήλωσης αυτού του φαινομένου.

Γενικά το σύνδρομο Raynaud θεωρείται καλοήθης. Σπάνια και εφόσον οι κρίσεις είναι συχνές και επαναλαμβάνονται μπορεί να οδηγήσουν σε τοπικές διαταραχές ατροφίας του δέρματος και των νυχιών. Σπανιότερα μπορεί οι αλλεπάλληλες κρίσεις να οδηγήσουν σε δερματικά έλκη ή νεκρώσεις (γάγγραινα).

Η καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου Raynaud είναι η πρόληψη. Αποφυγή του ψύχους και του καπνίσματος, γιατί η νικοτίνη που περιέχει το τσιγάρο συμβάλλει στο σπασμό των αρτηριών. Η άσκηση βελτιώνει τη ροή του αίματος και αποτρέπει την αγγειοσύσπαση.
Η ιατρική παρέμβαση για τη θεραπεία της νόσου Raynaud είναι επιβεβλημένη σε ακραίες περιπτώσεις. Η χορήγηση αγγειοδιασταλτικών φαρμάκων και ιδιαίτερα ανταγωνιστών του ασβεστίου είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη. Όμως σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να γίνει χειρουργική επέμβαση διατομής των συμπαθητικών νεύρων (συμπαθεκτομή).

Συμπερασματικά η νόσος του Raynaud δεν είναι καρδιολογική πάθηση, όμως οι άρρωστοι καταφεύγουν στους καρδιολόγους γιατί συσχετίζουν την ωχρότητα του δέρματος και την ακροκυάνωση με διαταραχή της καρδιακής λειτουργίας.


    Στην κορυφή