Η ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΥΞΑΝΕΙ ΤΙΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΕΣ


Στη σχέση της οικονομικής κρίσης με τη σωματική και την ψυχική υγεία και ιδιαίτερα τις εξαρτήσεις ήταν αφιερωμένη η σημερινή ημερίδα του ΚΕΘΕΑ που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου San Diego της Καλιφόρνιας.

Οι εθισμοί και οι εξαρτήσεις μαζί με τις ψυχιατρικές διαταραχές, την υιοθέτηση μη υγιεινού τρόπου ζωής (κακή διατροφή), τη χρήση καπνού και οινοπνευματωδών και τα καρδιαγγειακά νοσήματα ανήκουν στις βασικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία των πολιτών. Οι επιπτώσεις αυτές φαίνεται να πλήττουν περισσότερο τις οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες, όπως τα άτομα και τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, οι χρόνια πάσχοντες, οι μετανάστες, οι χρήστες ουσιών κ.ά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν, οι παραπάνω επιπτώσεις συνδέονται με τη μείωση του εισοδήματος και την εργασιακή ανασφάλεια, αλλά κυρίως με την παρατεταμένη ανεργία. Όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα (Stuckler et al, 2009) όταν ο δείκτης της ανεργίας εμφανίζει αύξηση κατά 3% για μακρά περίοδο, η θνησιμότητα από αυτοκτονίες αυξάνεται κατά 4,5%, ενώ η θνησιμότητα λόγω κατάχρησης αλκοόλ αυξάνεται κατά 28%. Οι επιπτώσεις αυτές αφορούν περισσότερο τους άνεργους άνδρες μέσης παραγωγικής ηλικίας.

Ιδιαίτερα για τον πληθυσμό των χρηστών παράνομων ουσιών, οι οποίοι είναι ήδη πολλαπλώς επιβαρυμένοι, η οικονομική κρίση συνεπάγεται επιδείνωση των προβλημάτων ψυχικής και σωματικής υγείας, ενδεχόμενη στροφή σε πιο οικονομικούς αλλά και επικινδυνότερους τρόπους χρήσης των ουσιών, μείωση του κινήτρου για ένταξη και παραμονή σε θεραπεία, λόγω της απουσίας θετικής προοπτικής, και αύξηση των δυσκολιών κατά την κοινωνική επανένταξη. Οι απεξαρτημένοι που αναζητούν δουλειά γίνονται εύκολος στόχος στην αγορά εργασίας, βλέπουν συχνά τα εργασιακά τους δικαιώματα να καταπατώνται και εξασφαλίζουν δυσκολότερα από άλλους εργαζόμενους αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες και απολαβές. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αυξήσει τα ποσοστά υποτροπής στη χρήση, ως μηχανισμού αντιμετώπισης των προσωπικών και κοινωνικών δυσκολιών και πιέσεων.

Οι εκπρόσωποι των οργανισμών θεραπείας ανέφεραν ότι, την ίδια στιγμή που οι ανάγκες αυξάνονται, οι φορείς υφίστανται περικοπές στον προϋπολογισμό και μείωση προσωπικού, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Ωστόσο, όπως υπογράμμισαν, οι πόροι που εξοικονομούνται σήμερα με τις περικοπές, αύριο θα καταβληθούν πολλαπλάσιοι, επειδή οι εξαρτημένοι θα συνεχίσουν να απασχολούν τα συστήματα δημόσιας υγείας, κοινωνικής φροντίδας και επιβολής του νόμου, αλλά και να απέχουν από την παραγωγική διαδικασία.


    Στην κορυφή