ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ nilotinib


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την ουσία nilotinib για τη θεραπεία ενήλικων νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με χρόνια μυελογενή λευχαιμία θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση.

Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ακολουθεί την πρόσφατη θετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) και βασίζεται στα αποτελέσματα κλινικής μελέτης φάσης ΙΙΙ τα οποία κατέδειξαν την θεραπευτική ανωτερότητα του nilotinib έναντι της καθιερωμένης θεραπείας με imatinib στην επίτευξη μοριακής και κυτταρογενετικής ανταπόκρισης, καθώς και στην καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου. Τα δεδομένα αυτά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο επιστημονικό περιοδικό The New England Journal of Medicine στο τεύχος της 17ης Ιουνίου 2010, ενώ επαληθεύθηκαν με τα 18μηνα αποτελέσματα τα οποία παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικάνικης Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) το οποίο έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2010.

Το nilotinib έχει επίσης εγκριθεί για την θεραπεία των νεοδιαγνωσθέντων ασθενών από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, τον Ελβετικό Οργανισμό Φαρμάκων (Swissmedic) και τις αρμόδιες Αρχές της Ιαπωνίας, ενώ οι διαδικασίες υποβολής του προς έγκριση είναι σε εξέλιξη και σε άλλα κράτη παγκοσμίως.

«Είμαστε ικανοποιημένοι που η Ευρωπαϊκή ‘Ένωση ενέκρινε το nilotinib για την θεραπεία νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια φάση,» δήλωσε ο Πρόεδρος του Ογκολογικού Τμήματος της Novartis, Hervé Hoppenot. «Με αυτή την νέα ένδειξη, οι νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς θα έχουν στην διάθεσή τους έναν αναστολέα της τυροσινικής κινάσης Bcr-Abl ο οποίος, σύμφωνα με κλινικές μελέτες, είναι ανώτερος του imatinib σε βασικές μετρήσεις αποτελεσματικότητας συμπεριλαμβανομένης της επιβράδυνσης της εξέλιξης της νόσου στους 12 μήνες θεραπείας.»

Σύμφωνα με εργαστηριακές μελέτες το nilotinib είναι ένας ισχυρός και εκλεκτικός αναστολέας της πρωτεΐνης Bcr-Abl που προκαλεί την παραγωγή καρκινικών κυττάρων στην Ph+ ΧΜΛ3-4, ενώ δρα επίσης εναντίον ενός ευρέως φάσματος μεταλλάξεων της Bcr-Abl που σχετίζονται με την αντοχή στο imatinib.

Στην συγκριτική μελέτη φάσης ΙΙΙ, το nilotinib υπερίσχυσε του imatinib στις βασικές παραμέτρους αποτελεσματικότητας, καθώς επέφερε ταχύτερη και βαθύτερη μείωση στα επίπεδα της Bcr-Abl, με αποτέλεσμα σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά εξέλιξης της νόσου στους 12 μήνες θεραπείας. Η σημαντική μείωση των επιπέδων της Bcr-Abl, γνωστή ως μέγιστη μοριακή ανταπόκριση (MMR), θεωρείται ένας κρίσιμος θεραπευτικός στόχος και σχετίζεται με την καλή μακροπρόθεσμη έκβαση για ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια φάση. Η θεραπεία με nilotinib οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά μέγιστης μοριακής ανταπόκρισης και πλήρους κυτταρογενετικής ανταπόκρισης, (CCyR, δηλαδή μείωση σε μη-ανιχνεύσιμα επίπεδα του χρωμοσώματος Φιλαδέλφειας, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό αυτού του καρκίνου) σε σύγκριση με το imatinib1.

Μετά από μέση παρακολούθηση 18 μηνών, ο αριθμός των ασθενών που εξελίχθηκε στην επιταχυνόμενη φάση ή βλαστική κρίση με το nilotinib 300 mg δις ημερησίως ήταν μόλις 2 έναντι 17 μετά από θεραπεία με το imatinib. Σε αυτή την μελέτη, το nilotinib και το imatinib ήταν καλά ανεκτά, ενώ λιγότεροι ασθενείς σε θεραπεία με nilotinib 300 mg δις ημερησίως διέκοψαν τη θεραπεία τους εξαιτίας ανεπιθύμητων ενεργειών σε σύγκριση με το imatinib 400 mg άπαξ ημερησίως.

Η τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική ανοικτή μελέτη ENESTnd, συνέκρινε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του nilotinib έναντι του imatinib σε ενήλικες νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια φάση. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παγκόσμια, τυχαιοποιημένη σύγκριση δύο από του στόματος θεραπειών που έχει διεξαχθεί ποτέ σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ στη χρόνια φάση.

Φέτος, η Novartis ξεκίνησε επίσης μια συνεργασία με την εταιρία μοριακής διαγνωστικής Cepheid για την ανάπτυξη μιας νέας εγκεκριμένης από τον FDA εξέτασης Bcr-Abl, η οποία συμμορφώνεται με τη Διεθνή Κλίμακα. Στόχος της συνεργασίας είναι η συνδρομή προς τους ιατρούς ώστε να μπορούν να παρακολουθούν πιο αξιόπιστα τους ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ. Η Cepheid και η Novartis θα αναπτύξουν επίσης μια εξέταση επόμενης γενιάς, η οποία αναμένεται να έχει ακόμη μεγαλύτερη ευαισθησία, υποδεικνύοντας την έκταση της ανταπόκρισης του ασθενούς στους αναστολείς της τυροσινικής κινάσης, συμπεριλαμβανομένου του nilotinib και του imatinib. Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν εγκεκριμένες από τον FDA εξετάσεις για την παρακολούθηση της Bcr-Abl.


    Στην κορυφή