Αρτηριακή υπέρταση και σακχαρώδης διαβήτης


Είναι γνωστό ότι ο σακχαρώδης διαβήτης και η αρτηριακή υπέρταση αποτελούν μείζονες παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση ενός καρδιαγγειακού νοσήματος, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Επίσης είναι σαφώς τεκμηριωμένο ότι η συνύπαρξή τους αυξάνει ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο. Γι' αυτό τον λόγο, σε αυτές τις περιπτώσεις επιβάλλεται η πιο επιθετική αντιμετώπισή τους με στόχο τη βέλτιστη ρύθμιση.

Εν τούτοις, μέχρι σήμερα δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένο ποια είναι η βέλτιστη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και ποιος πρέπει να είναι ο τελικός στόχος. Απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα προσπάθησε να δώσει μια μελέτη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, η οποία ταυτόχρονα ανακοινώθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα συνέδρια της Αμερικής και δημοσιεύθηκε σε ένα από τα πιο έγκυρα διεθνή ιατρικά περιοδικά. Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να διερευνήσει αν τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είχαν καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα όσον αφορά τα θανατηφόρα και μη θανατηφόρα δυσμενή μείζονα καρδιακά συμβάντα, όταν η συστολική αρτηριακή τους πίεση ήταν μικρότερη από 140 mmHg ή από 120 mmHg. Συνολικά στη μελέτη συμπεριελήφθησαν περίπου 5.000 άτομα, χωρίς προηγούμενο ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, αλλά με σακχαρώδη διαβήτη υπό θεραπεία και αρτηριακή υπέρταση. Τα πρωτογενή καταληκτικά σημεία περιελάμβαναν την εκδήλωση μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου, μη θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και θανάτου από οποιοδήποτε καρδιαγγειακό αίτιο. Ολα τα άτομα της μελέτης παρακολουθήθηκαν κλινικά για περίπου 5 χρόνια.

Οι επιστήμονες έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι μεταξύ των δύο ομάδων, δηλαδή μεταξύ των επιθετικά χειριζόμενων διαβητικών ατόμων για την επίτευξη συστολικής αρτηριακής πίεσης χαμηλότερης από 120 mmHg και των διαβητικών εκείνων ατόμων που λάμβαναν συμβατική αντιυπερτασική αγωγή για την επίτευξη συστολικής αρτηριακής πίεσης χαμηλότερης από 140 mmHg δεν υπήρχε καμία διαφορά στα δυσμενή μείζονα καρδιακά συμβάντα. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι φυσικά είναι απαραίτητη η μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, αλλά η επιθετική μείωση σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα δεν προσθέτει επιπλέον όφελος στην ομάδα αυτή.

Παράλληλα με τα παραπάνω ευρήματα ανακοινώθηκε ακόμη μία αναδρομική μελέτη, η οποία διεξήχθη σε διαβητικούς ασθενείς που έπασχαν ήδη και από στεφανιαία νόσο. Και η συγκεκριμένη μελέτη έδειξε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι οι διαβητικοί ασθενείς με συστολική αρτηριακή πίεση μεταξύ 130 mmHg και 140 mmHg είχαν καλύτερα κλινικά αποτελέσματα κατά την περίοδο παρακολούθησης σε σχέση με εκείνους που είχαν τιμές συστολικής αρτηριακής πίεσης υψηλότερης από 140 mmHg. Εν τούτοις, η περαιτέρω μείωση σε επίπεδα χαμηλότερα από 130 mmHg δεν έδειξε επιπλέον όφελος, αντίθετα οι συγκεκριμένοι ασθενείς είχαν περισσότερους θανάτους.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δύο προαναφερθεισών μελετών, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δικαιολογούν την επιθετική μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, ακόμα και αν πάσχουν από στεφανιαία νόσο. Φυσικά, ο στόχος πρέπει πάντα να είναι η διατήρηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης σε επίπεδα χαμηλότερα από 140 mmHg, λαμβάνοντας, βέβαια, πάντα υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις εξειδικευμένες ανάγκες του κάθε ασθενούς.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή