ΑΣΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΛΙΝΑΓΛΙΠΤΙΝΗ


ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΥΓΕΙΑΣ
28/09/2010

Νέα δεδομένα από το κλινικό πρόγραμμα μελετών της λιναγλιπτίνης παρουσιάστηκαν αυτή την εβδομάδα στο 46ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας για τη Μελέτη του Διαβήτη (European Association for the Study of Diabetes, EASD).


Οι μελέτες περιλάμβαναν δύο δοκιμές φάσης ΙΙΙ:


η μία μελετά τη μονοθεραπεία με λιναγλιπτίνη σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, για τους οποίους δεν είναι κατάλληλη η θεραπεία με μετφορμίνη,ενώ η άλλη μελετά την ουσία λιναγλιπτίνη ως πρόσθετη θεραπεία σε σουλφονυλουρία σε ασθενείς με ανεπαρκή έλεγχο του διαβήτη τύπου 2.
Επιπλέον, στο συνέδριο παρουσιάστηκε μια μελέτη φαρμακοκινητικής που διερευνούσε την ουσία λιναγλιπτίνη σε έναν ειδικό πληθυσμό ασθενών με διαφορετικούς βαθμούς νεφρικής δυσλειτουργίας.

Η λιναγλιπτίνη ανήκει σε μια νέα κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 (DPP-4) με στόχο να χορηγείται με τη μορφή δισκίου που θα λαμβάνεται μία φορά την ημέρα . Τα νέα δεδομένα έρχονται να συμπληρώσουν μεγάλο όγκο κλινικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι πέρα από τη σημαντική και σταθερή μείωση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα, δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας του νέου φαρμάκου ακόμα και σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με νεφρική βλάβη οποιουδήποτε βαθμού. Αυτό οφείλεται στο μοναδικό φαρμακοκινητικού προφίλ της λιναγλιπτίνης.

Το 2010 η Boehringer Ingelheim θα υποβάλει αίτηση ώστε η λιναγλιπτίνη να λάβει άδεια κυκλοφορίας σε ολόκληρο τον κόσμο, έτσι ώστε οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 να έχουν πρόσβαση στη νέα αυτή θεραπεία το συντομότερο δυνατό.

Το προφίλ της λιναγλιπτίνης ξεπερνά τα καθιερωμένα ευνοϊκά χαρακτηριστικά των αντιδιαβητικών φαρμάκων της κατηγορίας αυτής.

Ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της λιναγλιπτίνη σε σχέση με τους άλλους αναστολείς της κατηγορίας αυτής είναι ότι αποβάλλεται από μη-νεφρική οδό. Η φαρμακοκινητική μελέτη διεξήχθη για να υποστηρίξει την υπόθεση ότι η έκθεση σε λιναγλιπτίνη δεν θα εμφανίσει κλινικά σχετική αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών όταν χορηγηθεί σε ασθενείς με οποιουδήποτε βαθμού νεφρική δυσλειτουργία. Πράγματι, τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαίωσαν ότι η έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας έχει μόνο μικρή επίδραση στην απομάκρυνση της λιναγλιπτίνης και παρατηρήθηκαν μόνο μικρές μεταβολές στην έκθεση στη λιναγλιπτίνη σε ασθενείς με νεφρική βλάβη (1,4 φορές αύξηση στην έκθεση σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία σε σύγκριση με ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με φυσιολογική νεφρική λειτουργία). Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με το μεγάλο εύρος ασφάλειας της λιναγλιπτίνης,4 υποστηρίζει την υπόθεση ότι μπορεί να μην απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που έχουν νεφρική βλάβη οποιουδήποτε βαθμού.

«Η θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση, αν θέλουμε να βοηθήσουμε τους ασθενείς όχι μόνο να πετύχουν καλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα αλλά και να τα διατηρήσουν. Η νεφρική λειτουργία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κατά τη συνταγογράφηση μιας αντιδιαβητικής θεραπείας. Πολλοί ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 είτε έχουν είτε διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να εκδηλώσουν νεφρική βλάβη», ανέφερε ο Καθηγητής Anthony Barnett, Καθηγητής Ιατρικής και Κλινικός Διευθυντής του Τμήματος Διαβήτη και Ενδοκρινολογίας, Heart of England NHS Foundation Trust, Birmingham, Μ.Βρετανία. «Οι αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 (DPP-4) που είναι διαθέσιμοι επί του παρόντος απεκκρίνονται κυρίως μέσω των νεφρών και γι’ αυτό σε πολλές χώρες δεν συνιστώνται σε ασθενείς με προχωρημένη νεφρική βλάβη. Άλλοι αναστολείς είτε απαιτούν προσαρμογή της δοσολογίας είτε αντενδείκνυνται για τους ασθενείς αυτούς. Τα κλινικά δεδομένα για τη λιναγλιπτίνη που έχουμε μέχρι σήμερα υποδεικνύουν ένα πλεονέκτημα σε αυτό τον τομέα λόγω της κυρίως μη-νεφρικής οδού απέκκρισης της. Η ευκολία ενός φαρμάκου που δεν χρειάζεται πρόσθετη παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας ή να μην απαιτεί προσαρμογή της δοσολογίας καθώς μειώνεται η νεφρική λειτουργία, μπορεί να βελτιώσει τη συμμόρφωση των ασθενών καθώς και να κάνει πιο εύκολη τη ζωή των επαγγελματιών υγείας

Η λιναγλιπτίνη βελτιώνει το γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, για τους οποίους η θεραπεία με μετφορμίνη δεν είναι κατάλληλη.
Η μελέτη φάσης ΙΙΙ που αξιολογεί την αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και την ανεκτότητα της λιναγλιπτίνης σε ασθενείς με μη επαρκώς ελεγχόμενο διαβήτη τύπου 2, για τους οποίους δεν είναι κατάλληλη η θεραπεία με μετφορμίνη λόγω δυσανεξίας ή αντενδείξεων,1επιβεβαίωσε προηγούμενα ευρήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια. Πολύ σημαντικό είναι ότι η επίπτωση της υπογλυκαιμίας ήταν πολύ μικρή ενώ όσα επεισόδια παρατηρήθηκαν ήταν ήπιας έντασης (1,3 % στην ομάδα της λιναγλιπτίνης). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη μεταβολή του σωματικού βάρους μεταξύ των ομάδων. Η συνολική επίπτωση των αναφερόμενων ανεπιθύμητων συμβάντων ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες (48,7 % placebo έναντι 40,4 % λιναγλιπτίνη).

Η χορήγηση λιναγλιπτίνης σε δόση 5 mg έδειξε μια κλινικά σχετική και στατιστικά σημαντική μέση διαφορά στη μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c (κύρια έκβαση) σε σύγκριση με το placebo. Στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ της λιναγλιπτίνης και του placebo μπορούσαν να παρατηρηθούν ήδη από την 6η εβδομάδα, ενώ τη 18η εβδομάδα η μέση διαφορά προσαρμοσμένη στο placebo ήταν –0,6% (p<0,0001). Η λιναγλιπτίνη ήταν ανώτερη από το placebo και στη μείωση των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος νηστείας (FPG) (προσαρμοσμένη μέση μεταβολή από την αρχική κατάσταση –1,1 mmol/l (–20,5 mg/dl)˙ p=0,0002).

Η μετφορμίνη είναι αυτή τη στιγμή η βασική θεραπεία πρώτης γραμμής σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η μετφορμίνη σε μεγάλες δόσεις δεν είναι ανεκτή από όλους τους ασθενείς, καθώς συνδέεται με δοσοεξαρτώμενες παρενέργειες όπως διάρροια, ναυτία και τυμπανισμό κοιλίας καθώς και με κίνδυνο γαλακτικής οξέωσης. Το γεγονός αυτό περιορίζει τη χρήση της μετφορμίνης σε όλο το φάσμα των ασθενών με διαβήτη τύπου 2. Αυτή η μελέτη δείχνει ότι η λιναγλιπτίνη θα μπορούσε να είναι μια πολύτιμη θεραπεία και για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 για τους οποίους είναι ακατάλληλη η θεραπεία με μετφορμίνη λόγω αντενδείξεων και δυσανεξίας, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών με νεφρική βλάβη.

Ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της λιναγλιπτίνης ως πρόσθετης θεραπείας σε σουλφονυλουρία σε ανεπαρκώς ελεγχόμενους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.
Στην άλλη μελέτη φάσης ΙΙΙ που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) αξιολογήθηκαν τα 5 mg λιναγλιπτίνης σε μια πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο παράλληλων ομάδων μελέτη διάρκειας 18 εβδομάδων. Στόχος της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ανεκτικότητα της λιναγλιπτίνης ως πρόσθετης θεραπείας σε ασθενείς που λαμβάνουν σουλφονυλουρία και πάσχουν από διαβήτη τύπου 2 με ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.

Μια πρόσφατη μελέτη φάσης ΙΙΙ με περισσότερους από 1.000 ασθενείς έδειξε σημαντική βελτίωση στο γλυκαιμικό έλεγχο όταν η λιναγλιπτίνη προστέθηκε σε συνδυασμό μετφορμίνης και σουλφονυλουρίας (SU) (μέση προσαρμοσμένη στο placebo μείωση της HbA1c –0,6%; p<0,0001). Η νέα μελέτη, αν και διεξήχθη σε μικρότερη ομάδα ασθενών (n=245 τυχαιοποιημένοι), έδειξε στατιστικά σημαντική και κλινικά σχετική μείωση της HbA1c από την αρχική τιμή (μέση προσαρμοσμένη στο placebo μείωση της HbA1c –0,5%; p<0,0001),επιβεβαιώνοντας περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της λιναγλιπτίνης ως πρόσθετης θεραπείας.2

Επιπλέον, τα αποτελέσματα της δοκιμής έδειξαν συνολική επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών παρόμοια με αυτή του placebo (42,2% έναντι 42,9% αντίστοιχα) και δεν υπήρξε σημαντική αύξηση του κινδύνου υπογλυκαιμίας όταν η λιναγλιπτίνη προστέθηκε σε βασική θεραπεία με σουλφονυλουρία (SU) (5,6% στην ομάδα όπου χορηγήθηκε λιναγλιπτίνη έναντι 4,8% στην ομάδα placebo). Το ποσοστό των συμμετεχόντων που χρειάστηκαν θεραπεία διάσωσης στην ομάδα της λιναγλιπτίνης ήταν το μισό σε σχέση με το ποσοστό των ασθενών που χρειάστηκαν αντίστοιχη θεραπεία στην ομάδα placebo (7,6% έναντι 15,9%). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη μεταβολή σωματικού βάρους μεταξύ των ομάδων. Τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με την ασφάλεια αποτελούν σημαντικό εύρημα, καθώς οι σουλφονυλουρίες σχετίζονται με παρενέργειες όπως είναι η αύξηση του βάρους και ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας που μπορούν να επιδεινωθούν αν αυξηθεί η δοσολογία τους. Η μελέτη συμπέρανε ότι η λιναγλιπτίνη έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια ως πρόσθετη θεραπεία σε διαβητικούς τύπου 2 ασθενείς, που, ενώ λαμβάνουν σουλφονυλουρία βρίσκονται σε ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο .


Σχετικά με το Διαβήτη και το Διαβήτη Τύπου 2

διαβήτης τύπου 2Υπάρχουν περίπου 285 εκατομμύρια άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη στον ενήλικο πληθυσμό παγκοσμίως.8 Η Διεθνής Ομοσπονδία για το Διαβήτη (International Diabetes Federation) εκτιμάει ότι ο αριθμός των ανθρώπων με διαβήτη θα αυξηθεί στα 438 εκατομμύρια παγκοσμίως μέχρι το έτος 2030.8 Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι μεταξύ 20 και 79 ετών προβλέπεται ότι θα χάσουν τη ζωή τους λόγω του διαβήτη και των επιπλοκών του μέσα στο 2010.8 Περίπου 50 τοις εκατό των ανθρώπων που πάσχουν από διαβήτη χάνουν τη ζωή τους από καρδιαγγειακό νόσημα.9



Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το διαβήτη τύπου 2, επισκεφθείτε τα εξής:

http://www.boehringer-ingelheim-webcast.com/diabetes
Διαδικτυακός τόπος Diabetes Health Lounge στη διεύθυνση http://www.DiabetesHealthLounge.com
Βίντεο με τον τρόπο δράσης της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 (DPP-4) στη διεύθυνση http://www.youtube.com/user/diabetesmatters


    Στην κορυφή