35.000 ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΘΑΙΝΟΥΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ


Στη χώρα μας πολλοί ασθενείς, που έχουν κολπική μαρμαρυγή είτε δεν παίρνουν αντιπηκτική αγωγή είτε δεν συμμορφώνονται με τις οδηγίες των γιατρών. Στοιχεία από μελέτες στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι μόνο ένας στους δέκα ασθενείς που είχαν κολπική μαρμαρυγή και έπαθαν εγκεφαλικό, έπαιρναν αντιπηκτική αγωγή!

Αλλάζει το τοπίο στην πρόληψη των εγκεφαλικών επεισοδίων. Νέας γενιάς αντιπηκτικά φάρμακα ρυθμίζουν την πηκτικότητα του αίματος στα επιθυμητά επίπεδα, χωρίς να αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγιών, απαλλάσσοντας ασθενείς και γιατρούς από τη συνεχή παρακολούθηση της πηκτικότητας του αίματος.

Αυτό τόνισαν σε συνέντευξη Τύπου οι κ.κ. Παναγιώτης Βάρδας, καθηγητής καρδιολογίας πανεπιστημίου Κρήτης και εκλεγμένος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας και Κωνσταντίνος Βέμμος, παθολόγος και υπεύθυνος της Μονάδας Οξέων Αγγειακών Εγκεφαλικών Επεισοδίων στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα».

Η συνέντευξη Τύπου δόθηκε με αφορμή το διεθνές συνέδριο με τίτλο “Heart, Vessels & Stroke”, που πραγματοποιείται 22-23 Ιανουαρίου στην Αθήνα. Στο επίκεντρο του συνεδρίου θα βρεθούν οι νέες αντιπηκτικές φαρμακευτικές ουσίες, οι οποίες ανοίγουν νέους ορίζοντες στην πρόληψη των θρομβοεμβολών, που ευθύνονται για τα ισχαιμικά, εγκεφαλικά επεισόδια.

Ακρογωνιαίος λίθος στην πρόληψη των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων είναι η έγκαιρη αναγνώριση των ασθενών, που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο, ώστε να ληφθούν προληπτικά μέτρα. Στους ασθενείς αυτούς συνίσταται η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής, εκτός αν υπάρχει αντένδειξη (π.χ. έλκος στομάχου ή οποιαδήποτε αιμορραγική τάση).

Το πρόβλημα
Το πρόβλημα είναι ότι με τα υπάρχοντα αντιπηκτικά φάρμακα (κουμαρινικά, όπως η βαρφαρίνη) χρειάζεται στενή παρακολούθηση της πηκτικότητας του αίματος (δείκτης INR). Αρχικά πρέπει να μετράται το ΙΝR κάθε εβδομάδα μέχρι να επιτευχθεί η επιθυμητή τιμή (INR: 2,0-3,0 με στόχο το 2,5) και μετά, αφού σταθεροποιηθεί, πρέπει να επανεκτιμάται κάθε μήνα. Ακόμη, η δράση των φαρμάκων επηρεάζεται σημαντικά από τη διατροφή, τη λήψη αλκοόλ ακόμη και από άλλα φάρμακα, όπως αντιβιοτικά.

Δυστυχώς, πολλοί ασθενείς, που έχουν κολπική μαρμαρυγή είτε δεν παίρνουν αντιπηκτική αγωγή είτε δεν συμμορφώνονται με τις οδηγίες των γιατρών. Στοιχεία από μελέτες στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι μόνο ένας στους δέκα ασθενείς που είχαν κολπική μαρμαρυγή και έπαθαν εγκεφαλικό, έπαιρναν αντιπηκτική αγωγή!

Λύση στα προβλήματα αυτά έρχονται να δώσουν νέα αντιπηκτικά φάρμακα, γεννώντας βάσιμες ελπίδες για πιο αποτελεσματική και ασφαλή προφυλακτική θεραπεία. Οι ουσίες αυτές ρυθμίζουν την πηκτικότητα του αίματος στα επιθυμητά επίπεδα, χωρίς να αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγιών, απαλλάσσοντας ασθενείς και γιατρούς από τη συνεχή παρακολούθηση της πηκτικότητας του αίματος.


Κολπική μαρμαρυγή και εγκεφαλικά επεισόδια


Όταν υπάρχει κολπική μαρμαρυγή, το αίμα δεν εξωθείται πλήρως από τους καρδιακούς κόλπους και μπορεί να λιμνάσει σχηματίζοντας θρόμβους. Εάν σχηματισθεί θρόμβος στον κόλπο της καρδιάς, μπορεί να εξέλθει από την καρδιά και να φράξει κάποια από τις αρτηρίες του εγκεφάλου, προκαλώντας αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Γενικά, υπολογίζεται ότι το 20% των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων οφείλονται στην κολπική μαρμαρυγή. Οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή έχουν 4-6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πάθουν επεισόδιο. Το χειρότερο όλων είναι ότι η πρόγνωση των ασθενών, που παθαίνουν εγκεφαλικό εξαιτίας κολπικής μαρμαρυγής, είναι δυσμενέστερη.

Το εγκεφαλικό επεισόδιο σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή είναι βαρύτερο, έχει μεγαλύτερη νοσοκομειακή θνητότητα (σχεδόν διπλάσια) συγκριτικά με ασθενείς χωρίς κολπική μαρμαρυγή. Ακόμη, η νευρολογική εικόνα και η λειτουργική αποκατάσταση είναι χειρότερες. Επίσης, οι υποτροπές στο πρώτο χρόνο μετά το πρώτο επεισόδιο είναι συχνότερες στην ομάδα με κολπική μαρμαρυγή.

Περίπου 4,5 εκατ. άτομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή, η οποία αποτελεί μια αυξανόμενη απειλή για τη δημόσια υγεία, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Η κολπική μαρμαρυγή θεωρείται μία από τις τέσσερις παθήσεις που εκτιμάται ότι θα εξελιχθούν σε καρδιαγγειακές επιδημίες κατά τον 21ο αιώνα, παράλληλα με τη καρδιακή ανεπάρκεια, το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και το μεταβολικό σύνδρομο.


    Στην κορυφή