Υπάρχει πίεση που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με φάρμακα;


Παλαιότερα και συγκεκριμένα πριν από τη δεκαετία του 50 δεν υπήρχαν φάρμακα που να αντιμετωπίσουν και να θεραπεύσουν την αρτηριακή υπέρταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου έπασχε από κακοήθη υπέρταση με υπερτασική εγκεφαλοπάθεια. Τότε οι γιατροί του προκειμένου να θεραπεύσουν τον Πρόεδρο χρησιμοποιούσαν ακόμα και ναρκωτικά. Νάρκωναν τον Πρόεδρο γιατί κατά τη νάρκωση παρατηρείται κατά κανόνα πτώση της αρτηριακής πίεσης. Όμως έκτοτε όλα έχουν αλλάξει εντυπωσιακά. Η παθοφυσιολογία της αρτηριακής πίεσης έχει πλήρως μελετηθεί, ενώ πολλά νέα φάρμακα έχουν ενταχθεί στη φαρέτρα του γιατρού. Η αρτηριακή υπέρταση στο 90-95% των περιπτώσεων δεν οφείλεται σε συγκεκριμένη αιτία. Μόλις το 5% οφείλεται σε συγκεκριμένη η οποία αντιμετωπίζεται με αντιμετώπιση του αιτίου που την προκαλεί. Στο συντριπτικό ποσοστό των αρρώστων με υπέρταση, η υπέρταση αντιμετωπίζεται με φάρμακα. Προτού όμως χορηγηθούν τα φάρμακα, θα πρέπει ο υπερτασικός να περιορίσει ουσιαστικά τη χρήση αλατιού και να χάσει βάρος εάν είναι υπέρβαρος. Μόνον όταν εξακολουθεί η ύπαρξη αυξημένης πίεσης μετά από όλα αυτά, τότε δικαιολογείται η χορήγηση φαρμακευτικής θεραπείας.

Η επιλογή των καταλληλότερων φαρμάκων ή συνδυασμού φαρμάκων αποφασίζεται ύστερα από την 24ωρη καταγραφή της πίεσης με συσκευή Holter. Συνήθως ως πρώτο φάρμακο χορηγούνται οι β-αναστολείς σε συνδυασμό με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου ή ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης. Όταν παρά τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων η υψηλή πίεση επιμένει, τότε επιπρόσθετα χορηγούνται ανταγωνιστές του ασβεστίου και ειδικά φάρμακα που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Βασικός κανόνας για τη θεραπεία της υπέρτασης είναι η έναρξη της θεραπείας με μονοθεραπεία και η βαθμιαία και όχι η απότομη πτώση της αυξημένης πίεσης όταν αυτή ανεβαίνει απότομα, εκτός και αν υπάρχει μεγάλο ανεύρυσμα ή υποψία διαχωριστικού ανευρύσματος της αορτής.
Η απότομη πτώση της αυξημένης αρτηριακής πίεσης (π.χ. από 240 mmHg σε 80 ή 70 mmHg) μπορεί να προκαλέσει ισχαιμική βλάβη ζωτικών οργάνων, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή ακόμα και οξεία νεφρική ανεπάρκεια.

Παρόλα αυτά είναι δυνατόν σε ορισμένες ελάχιστες περιπτώσεις τα φάρμακα να αποτυγχάνουν οπότε αναζητούνται άλλοι τρόποι για να αντιμετωπισθεί η λεγόμενη ανθεκτική υπέρταση στα φάρμακα. Το εμβόλιο κατά της υπέρτασης καλλιεργεί ελπίδες. Ο εμβολιασμός αποβλέπει στη δημιουργία αντισωμάτων κατά των παραγόντων που συμμετέχουν στην υπέρταση όπως η ρενίνη, το μετατρεπτικό ένζυμο, η αγγειοτενσίνη, κλπ. Καίτοι θεωρητικά η μέθοδος φαίνεται ιδιαίτερα ευφυής επί της ουσίας δεν καταγράφονται θεαματικά αποτελέσματα. Εκτός από το εμβόλιο κατά της υπέρτασης σήμερα επιχειρείται και επεμβατικά η αντιμετώπισή της. Οι επεμβατικοί τρόποι συνίστανται στην χρήση ραδιοκυμάτων ή την ηλεκτρική κατάλυση (Ablation). Η ηλεκτρική κατάλυση (Ablation) των νευρικών απολήξεων επιχειρήθηκε μέσα στον καρωτιδικό κόλπο ή τις καρωτίδες, με αποτελέσματα όχι ιδιαίτερα ικανοποιητικά.

Το Ablation με ηλεκτρικό ρεύμα δεν ενδείκνυται για τις μικρές και μεσαίου μεγέθους αρτηρίες όπως είναι οι νεφρικές, γιατί προκαλεί ουλές και ρίκνωση του συνδετικού που οδηγεί, ως επιπλοκή, στη στένωση των νεφρικών αρτηριών και την επιδείνωση της υπέρτασης.
Ενδεχομένως λύση θα αποτελούσε η χρήση των ραδιοκυμάτων κατά ριπές κατά μήκος των νεφρικών αρτηριών. Όμως τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα είναι μάλλον πενιχρά.

Ερευνητές από την Αυστραλία που δημοσίευσαν τη μελέτη τους στο Lancet, αφορούσε πολυκεντρική μελέτη με 100 ασθενείς από 24 κέντρα, δεδομένου ότι ο αριθμός των ασθενών που παρουσιάζουν πραγματικά ανθεκτική υπέρταση είναι πολύ μικρός. Τα αποτελέσματα της μελέτης κρίνονται μάλλον πενιχρά αφού 6 μήνες μετά την επέμβαση στο μεγαλύτερο αριθμό των αρρώστων υπήρξε η ελάττωση της πίεσης τους. μόλις 10mmHg, δηλαδή 1 μονάδα όπως το καταλαβαίνει ο απλός άνθρωπος.

Όλα αυτά όμως που συγκροτούν τις επεμβατικές θεραπείες βρίσκονται μέσα στο πλαίσιο των ερευνητικών προσπαθειών σε κλινικό επίπεδο και αφορούν ακόμα πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.

Τελικά πραγματικά αρρύθμιστη πίεση με φάρμακα αφορά ευτυχώς λίγες περιπτώσεις. Κατά κανόνα η αρρύθμιστη πίεση οφείλεται σε ανεπαρκή θεραπεία.


Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Ιατρικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή