Θερμοκρασία περιβάλλοντος και καρδιαγγειακός κίνδυνος


Τους θερινούς μήνες παρατηρείται συχνά το πρόβλημα της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος με κύριες επιπλοκές τις κράμπες, την εξάντληση και σπανιότερα την πολυ-οργανική ανεπάρκεια λόγω υπερθερμίας. Επίσης, σε περιόδους καύσωνα αυξάνεται η συχνότητα των οξέων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, που σχετίζεται με την αύξηση των συγκεντρώσεων των σωματιδίων στην ατμόσφαιρα, του διοξειδίου του θείου (SO2) αλλά και του όζοντος, που προάγουν τις φλεγμονώδεις διεργασίες. Χαρακτηριστικά, οι καύσωνες του 1976 και του 1995 στο Λονδίνο συνδέθηκαν με 15% αύξηση της ολικής θνησιμότητας, ενώ ο καύσωνας του Ιουλίου του 1987 στην Αθήνα συσχετίστηκε με 2.000 επιπλέον θανάτους, δηλαδή με 97% αύξηση της ημερήσιας θνητότητας. Επίσης, ευρέθη ότι κατά τη «θερμότερη» περίοδο υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ των καρδιαγγειακών εισαγωγών και των συγκεντρώσεων των σωματιδίων στην ατμόσφαιρα, του SO2 αλλά και του όζοντος. Η αύξηση των τιμών των συγκεντρώσεων του καπνού κατά 50 μg/m3 οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών κατά 3%, ενώ αντίστοιχη αύξηση των συγκεντρώσεων του SO2 οδηγεί σε 7% αύξηση των εισαγωγών σε καρδιολογικές κλινικές.

Τα σύνδρομα υπερθερμίας μπορεί να παρατηρηθούν και σε σχετικά χαμηλότερες θερμοκρασίες περιβάλλοντος (>32oC) με υψηλή σχετική υγρασία (>60%), κυρίως σε ηλικιωμένα άτομα, σε αλκοολικούς ή πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες, σε άτομα που λαμβάνουν αντιψυχωσικά φάρμακα, διουρητικά, αντιχολινεργικά ή σε άτομα που ζουν σε μη καλά αεριζόμενους χώρους χωρίς κλιματισμό. Τα σύνδρομα αυτά εκδηλώνονται συνήθως κατά τις πρώτες μέρες του καύσωνα, όπου ο οργανισμός δεν έχει ακόμα προσαρμοστεί. Οι μηχανισμοί με τους οποίους το σώμα προσαρμόζεται δεν είναι απολύτως γνωστοί. Η προσαρμογή χρειάζεται 7 με 14 ημέρες έκθεσης. Με την προσαρμογή μειώνεται ο ουδός εμφάνισης ιδρώτα, έτσι το άτομο ιδρώνει σε χαμηλότερη βασική θερμοκρασία. Ο ιδρώτας είναι ο πιο αποτελεσματικός φυσικός μηχανισμός ενάντια στη θερμοπληξία και μπορεί να παρατηρηθεί με μικρή ή και καμία μεταβολή της βασικής θερμοκρασίας του σώματος. Οσο το άτομο ιδρώνει, αντέχει ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες αρκεί να αντικαθιστά το νάτριο και το νερό που χάνεται. Η αγγειοδιαστολή είναι ένας ακόμα μηχανισμός του σώματος να αποβάλλει θερμότητα. Οταν επιτευχθεί η προσαρμογή του οργανισμού, η καρδιακή συχνότητα μειώνεται, ενώ η παραμονή σε υψηλές θερμοκρασίες συνοδεύεται με σημαντική αύξηση του όγκου παλμού χωρίς να μεταβάλλεται η καρδιακή παροχή. Αλλες μεταβολές είναι η μείωση της νεφρικής αιματικής ροής, η αύξηση της έκκρισης της αντιδιουρητικής ορμόνης, της αυξητικής ορμόνης και της αλδοστερόνης. Οσο παραμένει το στρες της θερμοπληξίας, η φλεβική επιστροφή ελαττώνεται και η καρδιακή παροχή μειώνεται. Αν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος παραμείνει υψηλότερη από τη θερμοκρασία του σώματος, ο οργανισμός δεν μπορεί να αποβάλει θερμότητα και εμφανίζεται υπερπυρεξία.

Οι μυϊκές κράμπες είναι μια καλοηθέστερη μορφή υπερθερμίας. Συνήθως ακολουθούν την έντονη άσκηση χωρίς να υπάρχει άμεση έκθεση σε ήλιο ή σε ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό μπορεί να συμβούν και σε άτομα μη προπονημένα και ιδιαίτερα βαριά ντυμένα που έχουν εργαστεί ή αθληθεί σε ψυχρό περιβάλλον. Η θεραπεία συνίσταται στην παραμονή σε δροσερό χώρο και στην αντικατάσταση υγρών και ηλεκτρολυτών. Σε αθλητές χορηγούνται και ισοτονικά ροφήματα ηλεκτρολυτών.

Η εξάντληση από ζέστη ή θερμοπληξία είναι το πιο σύνηθες σύνδρομο υπερθερμίας. Οφείλεται είτε σε έλλειψη νερού είτε σε έλλειψη νατρίου. Τα συμπτώματα είναι μυϊκή αδυναμία, κόπωση, δίψα, ίλιγγος, πονοκέφαλος, ανορεξία, ναυτία, εμετός, ενώ η λιποθυμία μπορεί να προηγηθεί της καταπληξίας. Παρατηρούνται υπεραερισμός, έλλειψη μυϊκού συντονισμού, ευερεθιστότητα, μειωμένη κρίση και σύγχυση έως και απώλεια αισθήσεων. Συνήθως, αποδίδει η από του στόματος ή ενδοφλέβια αργή χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών σε 48 ώρες.

Το εγκεφαλικό από υπερθερμία είναι το σοβαρότερο σύνδρομο. Συμβαίνει όταν το σώμα αδυνατεί να αποβάλει θερμότητα και η θερμοκρασία σώματος είναι συχνά μεγαλύτερη από 41oC. Τα συμπτώματα ξεκινούν απότομα με πονοκέφαλο, κολλώδη ομιλία, ίλιγγο, λιποθυμία, σύγχυση, σπασμούς και κώμα. Δεν παρατηρούνται εστιακά νευρολογικά σημεία. Η κλασική μορφή προσβάλλει άτομα με καρδιαγγειακά προβλήματα που λαμβάνουν διουρητική θεραπεία, σακχαροδιαβητικούς και αλκοολικούς. Τα πρώτα σημεία είναι ο πονοκέφαλος και η σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος (>41oC).


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Διαβάστε περισσότερα άρθρα...

    Στην κορυφή