Η αντιμετώπιση των διαταραχών διατροφής


Στο παρελθόν, οι διαταραχές διατροφής είχαν θεωρηθεί από τους ερευνητές προνόμιο των γυναικών. Οι Fairburn & Beglin (1990) αναφέρουν αναλογία 9:1 έναντι των ανδρών.

Για τις γυναίκες ο επιπολασμός φτάνει το 0.5% έως 1% για την νευρική ανορεξία και το 1% έως 3% για την βουλιμία (American Psychiatric Association, 1994). Η διαφορά της εμφάνισης της διαταραχής στα δύο φύλα έχει να κάνει με διαφορές στην ανάπτυξη και την βιολογική προδιάθεση, τις κοινωνικές πιέσεις και τα πρότυπα ομορφιάς που παίζουν ρόλο στον καθορισμό της γυναικείας ταυτότητας, αλλά και την γενικότερη παραδοχή ότι οι γυναίκες ασχολούνται με τις σχέσεις των δύο φύλων περισσότερο από τους άντρες.

Ειδικά για την νευρική ανορεξία, από επιδημιολογικές έρευνες φαίνεται ότι η παλαιότερη θεώρηση για την σπανιότητα της νόσου διαψεύδεται τα τελευταία χρόνια. Ο επιπολασμός της νόσου στην δεκαετία του ’60 ανέρχεται σε 0.30/100,000 περιστατικά ενώ φτάνει τα 4/100,000 περιστατικά σε έρευνες της δεκαετίας του ’80 (Szmukler, 1985) με πρώτη εμφάνιση της νόσου μεταξύ 14-18 ετών.

Συχνή είναι επίσης και η συσχέτιση της νόσου με συναισθηματικές διαταραχές (Halmi, 1985, Rivinus et al, 1984). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η νευρική ανορεξία εμφανίζει υψηλό δείκτη θνησιμότητας (Ratnasuriya et al, 1991). Φαίνεται ότι το ένα τρίτο των πασχόντων ακολουθεί το μοντέλο μιας χρόνιας ασθένειας, ενώ ένα 15% πεθαίνει από αιτίες συνυφασμένες με την νευρική ανορεξία. Αυτές οι έρευνες έχουν προωθήσει την προσπάθεια αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νόσου. Οι Morgan & Russel (1975) διατυπώνουν μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: η νευρική ανορεξία έχει μία μακροχρόνια πορεία, άρα και η αξιολόγηση των μεθόδων θεραπείας της πρέπει να εμπίπτει στα πλαίσια συνεχιζόμενων ερευνών για τουλάχιστον τέσσερα ή πέντε χρόνια. Η βουλιμία ξεκινά συνήθως μετά ή κατά την διάρκεια δίαιτας για την απώλεια βάρους κατά την εφηβεία. Κοινωνικοί και οικογενειακοί παράγοντες φαίνεται να συμμετέχουν στην δημιουργία της διαταραχής δεν εξηγούν όμως την επιλογή της συγκεκριμένης διαταραχής από το συγκεκριμένο άτομο την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Η επικρατέστερη εξήγηση για την πρόκληση αλλά και για διατήρηση μιας τέτοιας διαταραχής στο άτομο περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους:

·γενετικούς παράγοντες (προδιάθεση για διαταραχή στον οργανικό μηχανισμό ελέγχου)
·δημογραφικούς παράγοντες (κοινωνική τάξη, ηλικία των γονιών κατά την γέννηση, σειρά γέννησης)
·παθολογία του ατόμου (προβλήματα βάρους, προβλήματα υγείας, ψυχιατρικές παθήσεις)
·συγκεκριμένες μορφές οικογενειακών σχέσεων
·παράγοντες που επηρεάζουν την αντιμετώπιση και την πρόγνωση .

Έτσι, μετά την δεκαετία του ’80 δύο βασικά μοντέλα αντιμετώπισης φαίνεται να επιβιώνουν: η σταδιακή αντιμετώπιση και η περιπτωσιολογική αντιμετώπιση.

Σύμφωνα με την σταδιακή αντιμετώπιση, οι εκάστοτε παρεμβάσεις κατηγοριοποιούνται σε επίπεδα ανάλογα με το κόστος, το βαθμό παρείσφρησης, και την πιθανότητα επιτυχίας. Π.χ. ένα μοντέλο σταδιακής αντιμετώπισης είναι: Στο πρώτο επίπεδο, η χρήση και η ανάγνωση ενημερωτικού υλικού κάτω από εποπτεία.

Στο δεύτερο επίπεδο, συναντήσεις σε ομάδες συμβουλευτικής και φαρμακολογική αγωγή. Στο τρίτο επίπεδο, προσωπική θεραπεία γνωστικής προσέγγισης, και στο τέταρτο επίπεδο νοσηλεία. Εφαρμόζεται πρώτα το χαμηλότερο επίπεδο παρέμβασης και, αν ο ασθενής δεν αντιδράσει, τότε περνάει σε υψηλότερο. Σύμφωνα με την περιπτωσιολογική αντιμετώπιση παρέχονται επιλογές παρεμβάσεων ή των συνδυασμών τους ανάλογα με το συγκεκριμένο περιστατικό και τα κλινικά χαρακτηριστικά του. Έτσι, εάν η απάντηση στην ερώτηση: ‘Κινδυνεύει η ζωή του ασθενούς ;’ είναι ‘Ναι’, τότε το άτομο νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Αν το άτομο είναι κάτω από 18 χρονών και μένει με τους γονείς του, τότε συστήνεται οικογενειακή θεραπεία. Εάν όχι, τότε συστήνεται προσωπική θεραπεία.

Το έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον συνοδεύει, συνήθως, την έξαρση ενός φαινομένου. Κατανοώντας ότι τα ερευνητικά δεδομένα αφορούν κυρίως Δυτικούς πληθυσμούς, φαίνεται ότι το αντικείμενο των διαταραχών διατροφής αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους νέους Έλληνες αφού κατέχουμε την πρώτη θέση στην παιδική παχυσαρκία στην Ευρώπη. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να τονισθεί περισσότερο η ανάγκη εκπαίδευσης αλλά και δημιουργίας φορέων για την αντιμετώπιση τους. Αναζητώντας ένα μοντέλο αντιμετώπισης μιας διαταραχής που θίγει ίσως την σημαντικότερη λειτουργία της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι αναγκαία η υιοθέτηση μιας διαλλακτικής στάσης απέναντι στις προτεινόμενες αιτίες. Έτσι οι διαταραχές διατροφής δεν αντιμετωπίζονται μόνο με δίαιτα και δεν αντιμετωπίζονται μακροπρόθεσμα με φαρμακευτική αγωγή . Η συνειδητοποίηση ότι συγκεκριμένοι ψυχολογικοί μηχανισμοί επιδρούν στην διατροφική συμπεριφορά του ατόμου καθιστούν απαραίτητη την πρόκληση αλλαγής στον τρόπο που σκέφτεται το άτομο για το σώμα του, στον τρόπο αντιμετώπισης του άγχους του, στον τρόπο που χειρίζεται τα συναισθηματικά του προβλήματα και στον τρόπο που τον/την αντιμετωπίζει η οικογένεια του/της.


Βιβλιογραφία

Fairburn, C.G. & Beglin, S.J. (1990). Studies of the Epidemiology of Bulimia Nervosa. American Journal of Psychiatry, 147, 401-408.
American Psychiatric Association: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition, (1994). Washington, DC: Author.
Szmukler, G.I. (1985). Review: The epidemiology of anorexia nervosa and bulimia. Journal of Psychiatric Research, 19, 143-154.
Halmi, K.A. (1985). Relationship of eating disorders to depression: biological similarities and differences. International Journal of Eating Disorders, 4, 667-680.
Rivinus, T.M., Biederman, J., Herzog, D.B. et al (1984). Anorexia Nervosa and Affective Disorders: a controlled family history study. American Journal of Psychiatry, 141, 1224-1227
Ratnasuriya, R.H. Eisler, I. Szmukler, G.I. et al ( 1991). Anorexia Nervosa: outcome and prognostic factors after 20 years. British Journal of Psychiatry, 158, 495-502. Theander, S. (1985). Outcome and Prognosis in anorexia nervosa and bulimia. Journal of Psychiatric Research, 19, 493-508.
Morgan, H.G. & Russel, G.F.M. (1975). Value of Family background and clinical features as predictors of long-term outcome in anorexia nervosa: four-year follow-up study of 41 patients. Psychological Medicine, 5, 355-371.



Αθηνά Στεφανάτου, PhD
Ψυχολόγος


Διαβάστε περισσότερα άρθρα...

    Στην κορυφή