Ασθενείς με αυτόματο εμφυτεύσιμο απινιδωτή: Πότε επιτρέπεται η οδήγηση
Κάποιοι ασθενείς με σοβαρές καρδιοπάθειες, όπως παλαιό έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, διατατική ή υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, μπορεί να παρουσιάζουν κακοήθεις αρρυθμίες.
Οι αρρυθμίες αυτές, όπως είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή και η κοιλιακή ταχυκαρδία είναι απειλητικές για την ζωή του ασθενούς. Όταν παρατηρηθεί μια κακοήθης αρρυθμία στο απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, στο ηλεκτροκαρδιογράφημα 24/ώρου (Χόλτερ ρυθμού) ή κατά τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο, τότε είναι απαραίτητη η εμφύτευση ενός μόνιμου, αυτόματου απινιδωτή. Για την συγκεκριμένη ομάδα ασθενών η φαρμακευτική αγωγή μόνο δεν αρκεί και ο εμφυτεύσημος απινιδωτής είναι αναγκαίος για την παράταση της ζωής τους και για την αποτροπή ενός μοιραίου αρρυθμιολογικού επεισοδίου. Ο απινιδωτής είναι μια μικρού μεγέθους συσκευή που ανιχνεύει τις απειλητικές για την ζωή αρρυθμίες και χορηγεί την κατάλληλη στιγμή ηλεκτρικό σοκ. Με αυτό τον τρόπο εμποδίζει τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο και αποκαθιστά τον φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό.
Από τα παραπάνω είναι εμφανές, ότι ο απινιδωτής αποτελεί ένα είδος φρουρού και προστάτη της καρδιάς. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια, εκφράζονται όλο και περισσότερες ανησυχίες από τους γιατρούς κατά πόσο είναι ασφαλές ένα άτομα που φέρει μόνιμο εμφυτεύσιμο απινιδωτή να οδηγεί ένα οποιοδήποτε όχημα. Και αυτό γιατί, όταν ένας αυτόματος απινιδωτής χορηγήσει ένα ηλεκτρικό σοκ, το συγκεκριμένο ερέθισμα είναι επώδυνο για τον ασθενή και μπορεί να τον ακινητοποιήσει για λίγα δευτερόλεπτα. Αν η χορήγηση ηλεκτρικής εκκένωσης συμβεί κατά την διάρκεια της οδήγησης, μπορεί να προκαλέσει σοβαρό και δυνητικά θανάσιμο τραυματισμό, όχι μόνο του οδηγού, αλλά και όλων εκείνων των άτομα που βρίσκονται γύρω του. Έτσι, λοιπόν, είναι λογικό να τίθεται το ερώτημα, αν επιτρέπεται να οδηγεί ένα άτομο που φέρει μόνιμο εμφυτεύσιμο απινιδωτή.
Μια πρόσφατη μελέτη προσπάθησε να ποσοτικοποιήσει τον κίνδυνο που σχετίζεται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που φέρουν ένα μόνιμο απινιδωτή. Στόχος της μελέτης ήταν να παράσχει ασφαλή στοιχεία για την θεμελίωση συγκεκριμένων οδηγιών, όσον αφορά στους παραπάνω εύλογους προβληματισμούς. Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν συνολικά 2.786 ασθενείς με μόνιμο εμφυτεύσιμο απινιδωτή, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περίπου 3 χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, οι ερευνητές κατέγραψαν τον αριθμό των χορηγηθέντων ηλεκτρικών εκκενώσεων από τους απινιδωτές. Με την χρήση ειδικών μαθηματικών τύπων υπολόγισαν τον κίνδυνο χορήγησης ηλεκτρικού σοκ από την στιγμή της εμφύτευσης του απινιδωτή και συνεπώς τον κίνδυνο έλευσης δυσμενών συμβάντων κατά την διάρκεια της οδήγησης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν, ότι αμέσως μετά την εμφύτευση του απινιδωτή, οι ασθενείς είχαν χαμηλό κίνδυνο για την εμφάνιση απειλητικών αρρυθμιών και άρα ο κίνδυνος χορήγησης ηλεκτρικού σοκ ήταν χαμηλός. Συνεπώς, η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών επιτρέπεται να οδηγεί. Το ίδιο είδαν, ότι ισχύει και για τους ασθενείς που δέχτηκαν λανθασμένα ηλεκτρική εκκένωση, δηλαδή δέχτηκαν ηλεκτρική εκκένωση γιατί ο απινιδωτής δεν διάβασε σωστά τα ηλεκτρικά φαινόμενα και χορήγησε εσφαλμένα σοκ. Αντίθετα, φάνηκε, ότι κίνδυνος αυξάνεται δραματικά στους ασθενείς που δέχτηκαν σωστά σοκ για την αποκατάσταση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού. Σύμφωνα με τα παραπάνω ευρήματα, οι ασθενείς δεν πρέπει να οδηγούν για διάστημα δύο μηνών μετά από ένα τέτοιο επεισόδιο, όπως επίσης και οι ασθενείς που έχουν στο ιστορικό τους αποτραπέντα αιφνίδιο θάνατο δεν πρέπει να επιτρέπεται να οδηγούν για τέσσερις μήνες μετά.
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι οι παραπάνω οδηγίες αφορούν ασθενείς που οδηγούν ιδιωτικά αυτοκίνητα και όχι επαγγελματίες οδηγούς.
Οι επαγγελματίες οδηγοί φορτηγών, λεωφορείων ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς δεν πρέπει να οδηγούν επαγγελματικά μετά την εμφύτευση μόνιμου απινιδωτή, λόγω του ότι ο κίνδυνος σε αυτή την ομάδα ασθενών είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση εκείνον των απλών οδηγών.
Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
Οι αρρυθμίες αυτές, όπως είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή και η κοιλιακή ταχυκαρδία είναι απειλητικές για την ζωή του ασθενούς. Όταν παρατηρηθεί μια κακοήθης αρρυθμία στο απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, στο ηλεκτροκαρδιογράφημα 24/ώρου (Χόλτερ ρυθμού) ή κατά τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο, τότε είναι απαραίτητη η εμφύτευση ενός μόνιμου, αυτόματου απινιδωτή. Για την συγκεκριμένη ομάδα ασθενών η φαρμακευτική αγωγή μόνο δεν αρκεί και ο εμφυτεύσημος απινιδωτής είναι αναγκαίος για την παράταση της ζωής τους και για την αποτροπή ενός μοιραίου αρρυθμιολογικού επεισοδίου. Ο απινιδωτής είναι μια μικρού μεγέθους συσκευή που ανιχνεύει τις απειλητικές για την ζωή αρρυθμίες και χορηγεί την κατάλληλη στιγμή ηλεκτρικό σοκ. Με αυτό τον τρόπο εμποδίζει τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο και αποκαθιστά τον φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό.
Από τα παραπάνω είναι εμφανές, ότι ο απινιδωτής αποτελεί ένα είδος φρουρού και προστάτη της καρδιάς. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια, εκφράζονται όλο και περισσότερες ανησυχίες από τους γιατρούς κατά πόσο είναι ασφαλές ένα άτομα που φέρει μόνιμο εμφυτεύσιμο απινιδωτή να οδηγεί ένα οποιοδήποτε όχημα. Και αυτό γιατί, όταν ένας αυτόματος απινιδωτής χορηγήσει ένα ηλεκτρικό σοκ, το συγκεκριμένο ερέθισμα είναι επώδυνο για τον ασθενή και μπορεί να τον ακινητοποιήσει για λίγα δευτερόλεπτα. Αν η χορήγηση ηλεκτρικής εκκένωσης συμβεί κατά την διάρκεια της οδήγησης, μπορεί να προκαλέσει σοβαρό και δυνητικά θανάσιμο τραυματισμό, όχι μόνο του οδηγού, αλλά και όλων εκείνων των άτομα που βρίσκονται γύρω του. Έτσι, λοιπόν, είναι λογικό να τίθεται το ερώτημα, αν επιτρέπεται να οδηγεί ένα άτομο που φέρει μόνιμο εμφυτεύσιμο απινιδωτή.
Μια πρόσφατη μελέτη προσπάθησε να ποσοτικοποιήσει τον κίνδυνο που σχετίζεται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που φέρουν ένα μόνιμο απινιδωτή. Στόχος της μελέτης ήταν να παράσχει ασφαλή στοιχεία για την θεμελίωση συγκεκριμένων οδηγιών, όσον αφορά στους παραπάνω εύλογους προβληματισμούς. Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν συνολικά 2.786 ασθενείς με μόνιμο εμφυτεύσιμο απινιδωτή, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περίπου 3 χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, οι ερευνητές κατέγραψαν τον αριθμό των χορηγηθέντων ηλεκτρικών εκκενώσεων από τους απινιδωτές. Με την χρήση ειδικών μαθηματικών τύπων υπολόγισαν τον κίνδυνο χορήγησης ηλεκτρικού σοκ από την στιγμή της εμφύτευσης του απινιδωτή και συνεπώς τον κίνδυνο έλευσης δυσμενών συμβάντων κατά την διάρκεια της οδήγησης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν, ότι αμέσως μετά την εμφύτευση του απινιδωτή, οι ασθενείς είχαν χαμηλό κίνδυνο για την εμφάνιση απειλητικών αρρυθμιών και άρα ο κίνδυνος χορήγησης ηλεκτρικού σοκ ήταν χαμηλός. Συνεπώς, η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών επιτρέπεται να οδηγεί. Το ίδιο είδαν, ότι ισχύει και για τους ασθενείς που δέχτηκαν λανθασμένα ηλεκτρική εκκένωση, δηλαδή δέχτηκαν ηλεκτρική εκκένωση γιατί ο απινιδωτής δεν διάβασε σωστά τα ηλεκτρικά φαινόμενα και χορήγησε εσφαλμένα σοκ. Αντίθετα, φάνηκε, ότι κίνδυνος αυξάνεται δραματικά στους ασθενείς που δέχτηκαν σωστά σοκ για την αποκατάσταση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού. Σύμφωνα με τα παραπάνω ευρήματα, οι ασθενείς δεν πρέπει να οδηγούν για διάστημα δύο μηνών μετά από ένα τέτοιο επεισόδιο, όπως επίσης και οι ασθενείς που έχουν στο ιστορικό τους αποτραπέντα αιφνίδιο θάνατο δεν πρέπει να επιτρέπεται να οδηγούν για τέσσερις μήνες μετά.
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι οι παραπάνω οδηγίες αφορούν ασθενείς που οδηγούν ιδιωτικά αυτοκίνητα και όχι επαγγελματίες οδηγούς.
Οι επαγγελματίες οδηγοί φορτηγών, λεωφορείων ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς δεν πρέπει να οδηγούν επαγγελματικά μετά την εμφύτευση μόνιμου απινιδωτή, λόγω του ότι ο κίνδυνος σε αυτή την ομάδα ασθενών είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση εκείνον των απλών οδηγών.
Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...